Το φθινόπωρο του 1911 στην οδό Πανεπιστημίου, το πρώτο περίπτερο της Αθήνας είναι πλέον γεγονός. Σημαντικό κομμάτι των εσόδων αποτελούσε φυσικά ο Τύπος της εποχής...
Γράφει η Κωνσταντίνα Βρεττού
Η λέξη είναι σε χρήση από την αρχαιότητα, ως επίθετο στον περίπτερο ναό (ναός ο οποίος περιβάλλεται από κίονες σε όλες τις πλευρές του).
Στα νεότερα χρόνια πήρε τη σημασία μιας μικρής «επιχείρησης» η οποία συνδέεται άμεσα με τον - ατυχή για την χώρα μας - ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και αρχικά εμπορευόταν τον Τύπο της εποχής, χύμα τσιγάρα και καραμέλες.
Όλα ξεκίνησαν από τον πόλεμο του 1897: μεγάλη ήττα για την Ελλάδα σε πολλά επίπεδα - εδαφικά και οικονομικά.
Ένα από τα ζητήματα που έπρεπε να λυθούν ήταν οι συντάξεις που όφειλε να καταβάλλει το ελληνικό κράτος στις οικογένειες των αναπήρων πολέμου.
Λεφτά - καλή ώρα - δεν υπήρχαν κι έτσι αντί να επινοηθεί κάποιος έκτακτος φόρος για να καλυφθεί η τρύπα, το ελληνικό κράτος παραχώρησε στους δικαιούχους το γνωστό ξύλινο κουβούκλιο με κύρια προϊόντα προς πώληση εφημερίδες, χύμα τσιγάρα, καρφίτσες, μπαχαρικά, καραμέλες (τις περίφημες τότε τσάρλεστον) και τσίχλες.
Τα πρώτα περίπτερα εμφανίστηκαν σε αστικά κέντρα της περιφέρειας. Το φθινόπωρο του 1911 στην οδό Πανεπιστημίου, το πρώτο περίπτερο της Αθήνας είναι πλέον γεγονός. Σημαντικό κομμάτι των εσόδων αποτελούσε φυσικά ο Τύπος της εποχής: σε μια Ελλάδα που δεν πήρε μέρος και σε λίγους πολέμους εδώ που τα λέμε, οι εφημερίδες ήταν το μοναδικό μέσο ενημέρωσης. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, τυπώνονταν τρεις ακόμη και τέσσερις φορές.
Το προϊόν εκείνο που στήριξε οικονομικά το περίπτερο μέχρι και τις μέρες μας, δεν είναι άλλο από τον καπνό. Σε μια εποχή με πενιχρές οικονομικές δυνατότητες, τα περίπτερα διέθεταν χύμα τσιγάρα κι έτσι ο καθένας αγόραζε 2 ή 3 ανάλογα με το βαλάντιο του, με ελάχιστη τιμή του ενός τσιγάρου στα περίπου 20 λεπτά της δραχμής.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, στα περίπτερα προστέθηκαν τα πρώτα ψυγεία με πάγο όπου αποθηκεύονταν αρχικά τα τσιγάρα ωστόσο δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πορτοκαλάδες, οι λεμονάδες και οι γκαζόζες, όπως και οι πρώτες τσίχλες. Λίγο με την διακοπή των πολέμων και λίγο με την ανάπτυξη της χώρας γενικότερα, η καταναλωτική τάση των Αθηναίων αυξήθηκε και μαζί της και τα τετραγωνικά των περιπτέρων.
Ο Θανάσης Παπαϊωάννου, είναι συγγραφέας και λάτρης της Αθήνας μια και είναι γέννημα - θρέμμα του κέντρου της δεκαετίας του '50.
Ένα από τα βιβλία του έχει τον τίτλο «Τα παιδικά μας χρόνια στην Πλάκα» (από τις εκδόσεις Γράμματα) όπου σε κάποιες σελίδες αναφέρεται στο επάγγελμα του περιπτερά.
Οι αναφορές αυτές κάθε άλλο παρά φανταστικές είναι αφού ο πατέρας του διατηρούσε περίπτερο στην Πλατεία Ομονοίας από την δεκαετία του '30 μέχρι και το 1965.
Ο μικρός τότε Θανάσης, βοηθούσε τον πατέρα του καθώς όπως μας λέει είναι μια δουλειά με «σκληρά» ωράρια.
«Βρισκόταν στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, πριν από την Σωκράτους», όπως ανέφερε στον Αθήνα 984.
«Δεν ήταν πάρα πολύ στενάχωρο γιατί δεν είχε πολλά πράγματα να φιλοξενήσει. Να φανταστείτε ότι είχαμε περίπου 5 - 6 εφημερίδες και 5 - 6 περιοδικά, αν θυμάμαι καλά. Υπήρχε τότε η Ελευθερία, ήταν μια εφημερίδα του κέντρου περισσότερο, την Αυγή βέβαια που την διπλώναμε προσεκτικά στους πελάτες μας για να την βάλουν στην τσέπη, τα Νέα, η Αθηναϊκή [...] Είχαμε τους πελάτες μας, δηλαδή όλα τα μαγαζιά τα οποία ήταν στην ακτίνα δράσης μας ας πούμε, δυο κτίρια πριν και δυο κτίρια μετά από εμάς. Θα θεωρείτο ιεροσυλία να ψωνίσουν από αλλού».
Το περίπτερο του πατέρα του βεβαίως, δεν είχε το μονοπώλιο στην περιοχή καθώς στον ίδιο δρόμο και από τις
δύο πλευρές του υπήρχαν και άλλα περίπτερα. Παρ' όλα αυτά κάθε άλλο παρά ανταγωνιστικές ήταν οι σχέσεις των περιπτεράδων, συνεχίζει ο Θανάσης Παπαϊωάννου: «Είχαμε μια αλληλεγγύη, δηλαδή πολλές φορές που μας έλειπε ένα είδος πηγαίναμε στον φίλο που ήταν στη γωνία και του λέγαμε: "Μου σώθηκε η Αθηναϊκή, έχεις τρία φύλλα να μου δώσεις;" Μας τα έδινε και την άλλη μέρα τα πληρώναμε».
Κλείνοντας, ο κ. Παπαϊωάννου μας μίλησε για το καθαρό κέρδος που έμενε στην τσέπη του περιπτερά, στην Μεταπολεμική Ελλάδα: «Υπήρχαν πολύ λιγότερα προϊόντα που διαχειριζόμασταν. Βέβαια τα περιθώρια κέρδους απ' ό,τι μαθαίνω τώρα σε σχέση με τα σημερινά περίπτερα ήταν μεγαλύτερα. Όταν η εφημερίδα έκανε 1,5 δραχμή εγώ ρώταγα τον πατέρα μου πόσο παίρνουμε από αυτό κι εκείνος μου έλεγε κοντά στο πενηνταράκι. Αυτό είναι μια μεγάλη αναλογία που δεν υπάρχει σήμερα».
Το περίπτερο άρχισε να παίρνει την μορφή του όπως την γνωρίζουμε, την δεκαετία του 1980.
Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 18.000 Περίπτερα, εκ των οποίων περίπου τα 6000 βρίσκονται σε Αθήνα και Πειραιά.