Ο συνθέτης Χαράλαμπος Γωγιός μιλά στον Γιώργο Βουδικλάρη για την «Όπερα των ζητιάνων»και την παράσταση «Υasou Αΐντα» που παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Γεια σου Αΐντα ή για να είμαστε πιο ακριβείς «Υasou Αΐντα», όπως θα το ήθελε και ο συγγραφέας του έργου Γιώργος Δημόπουλος, μια παράσταση που έχει κάνει ήδη την καριέρα της και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Χ.Γ: Πράγματι,και ίσως να είναι λίγο εντυπωσιακή, και εξέπληξε και εμάς τους ίδιους. Αυτή η παράσταση ξεκίνησε από το Βερολίνο στις αρχές του έτους, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο μόνο παίχτηκε 23 φορές στην όπερα της πόλης, στην περιοχή Νοϊκέλν που είναι μια συνοικία υποβαθμισμένη, με μεγάλη άνοδο ωστόσο τα τελευταία χρόνια. Είναι η κατεξοχήν συνοικία με Τούρκους μετανάστες και ιδιαίτερα πολυπολιτισμική και ανήσυχη, και το θέατρο της περιοχής - η όπερα του Νοϊκέλν έχει το προσωνύμιο "η 4η όπερα του Βερολίνου".
Είναι ένα θέατρο με επιθετικά πολιτικό προσδιορισμό, το εναλλακτικό εντός εισαγωγικών μουσικό θέατρο της πόλης - και ήταν δική τους ιδέα αυτή η Ελληνογερμανική συνεργασία που ξεκίνησε από τους Γερμανούς, οι οποίοι το 2010 βλέποντας τα επεισόδια που γίνονταν στην Αθήνα και συγκεκριμένα τους θανάτους στην τράπεζα Marfin, αισθάνθηκαν ότι με κάποιο τρόπο έπρεπε να διερευνήσουν τι στ' αλήθεια συμβαίνει στην Ελλάδα. Τους φαινόταν πολύ παράξενο το γεγονός ότι σε μια πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης συμβαίνουν τόσο ακραία φαινόμενα.
Δεν τους φαινόταν ιδιαίτερα πιστικός ο λαϊκίστικος λόγος που ανακυκλωνόταν στην Γερμανία ανάμεσα στον τύπο και την Καγκελαρία, και προτίμησαν όπως συνηθίζουν στο θέατρο αυτό να προσεγγίσουν πραγματικούς ανθρώπους- πραγματικούς καλλιτέχνες και δια της συνεργασίας να διερευνήσουν το ελληνικό ζήτημα. Έτσι έψαξαν και βρήκαν εμάς.
Η ιδέα για το "πείραγμα", ας το πούμε έτσι, της Aida, από που προήλθε;
Χ.Γ: Προήλθε από τον σκηνοθέτη της παράστασης, τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, ο οποίος ήταν και ο πρώτος άνθρωπος που προσέγγισαν οι υπεύθυνοι, μέσω κάποιων Ελληνογερμανικών δικτύων. Η ιδέα μιας Αida δωματίου απ' ότι ξέρω απασχολούσε τον Αλέξανδρο για χρόνια, διότι η Aida του Βέρντι είναι ένα έργο γνωστό για τον όγκο του, το μέγεθος και το βάρος του, στην πραγματικότητα όμως κατά τα 3 περίπου τέταρτα είναι ένα έργο θα λέγαμε δωματίου, εσωτερικών σχέσεων, λειτουργημένης γραφής, εσωτερικών σκηνών, και μόνο κατά το ένα τέταρτο είναι ένα έργο βαρύ, ογκώδες και δημόσιο.
Αυτή είναι πάνω-κάτω η φόρμουλα της μεγάλης όπερας και του Χολιγουντιανού υπερθεάματος του 19ου αιώνα. Στην περίπτωση της Aida είναι φανερό από την ίδια την γραφή ότι έχουμε να κάνουμε με ένα έργο στο οποίο έχει επενδυθεί πολύ μεγάλη προσοχή στην αντίθεση του ποιοτικού και του δημόσιου. Το ιδιωτικό στοιχείο έχει σαφώς προτεραιότητα από αισθητικής πλευράς και οι δημόσιες σκηνές είναι πομπώδους βομβιστικού θορύβου. Φυσικά πρέπει να πούμε πως ο Βέρντι ήξερε πάρα πολύ καλά να γράφει λειτουργημένες και ουσιαστικές πολιτικές σκηνές κάτι που φαίνεται από το αμέσως προηγούμενο έργο του, τον "Nτον Κάρλος".
Στην Aida είναι σαφής η πρόθεσή του να ζωγραφίσει τις δημόσιες σκηνές και τον πολιτικό λόγο με ένα πιο φαρδύ πινέλο απ ότι συνήθως, σε σαφή αντίθεση με τις με τις εσωτερικές σκηνές. Πάνω σε αυτό το παιχνίδι πολιτικής κενολογίας και ουσιαστικών ανθρωπίνων σχέσεων και ιδιωτικής μοίρας που καταπλακώνεται από την μοίρα των εθνών και τον δημόσιο λόγο ήθελε να παίξει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης με την ιδέα για μια Aida δωματίου στην οποία οι δημόσιες σκηνές με κάποιο τρόπο υποβιβάζονται σε σημασία μπροστά στις ιδιωτικές.
Ωστόσο ήταν και η συγκυρία που μας έδωσε πολύ υλικό διότι η Aida (το πρωτότυπο έργο) πρέπει να πούμε ότι είναι ένα έργο χαρακτηριστικό της μεγάλης περιόδου του Ευρωπαϊκού αποικιακού κόσμου. Είναι γραμμένο το 1871 στο οποίο η αποικιακή επεκτατική συνείδηση της εποχής προβάλλεται σε κάποιο μακρινό Αφρικάνικο παρελθόν, όπου οι Αιγύπτιοι παρουσιάζονται ως πολιτισμένοι κατακτητές, οι Αιθίοπες ως βάρβαροι κατακτημένοι και με αυτό τον τρόπο οι αποικιοκρατική Ευρώπη θεματικοποιείται μουσικά σε ένα έργο που εξαιτίας αυτής "ιμπεριαλιστικής" διάστασης έχασε αρκετά από τη δημοτικότητά της το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τουλάχιστον στην κεντρική Ευρώπη εξαιτίας των περιπετειών στις οποίες η αποικιοκρατία και ο αποικισμός εξέθεσαν ολόκληρη την Ευρώπη.
Η κατάσταση αυτή ωστόσο σύμφωνα με τον Αλέξανδρο, και αυτή είναι μια άποψη με την οποία προσωπικά συμφωνώ, η σύγχρονη κατάσταση, στην Ευρώπη με ένα είδος νέο αποικιακού λόγου ανάμεσα στις χώρες του Βορρά, τις πολιτισμένες και πολιτικά ανεπτυγμένες) και τις άσωτες του Νότου. Ακούμε συχνά ότι ο Γερμανικός τύπος, και όχι μόνο, ανακυκλώνει στερεότυπα όπως οι χαραμοφάηδες Έλληνες, οι τεμπέληδες μεσογειακοί και ούτω καθ εξής. Αυτή η κατάσταση αναβιώνει έναν αποικιακό λόγο που στην περίπτωσή μας προβάλλεται πάνω στο αποικιακό πρωτότυπο της Aida, και έτσι με ένα σμπάρο έχουμε δυο τρυγόνια. Αφενός μια εξερεύνηση της διάστασης δωματίου του πρωτοτύπου και αφετέρου μια επανακινητοποίηση του αποικιακού του λόγου μεταφερμένη στην σύγχρονη ευρωπαϊκή κατάσταση.
Και πως υποδέχθηκε ο αποικιοκρατικός βορράς, όπου πρωτοπαίχτηκε το "Υasou Aida", αυτό το σχόλιο;
Χ.Γ: Να ξεκαθαρίσουμε ότι παρότι το έργο μας εξερευνά τα νεοαποικιακά στερεότυπα του τώρα δεν το κάνει προσπαθώντας να δώσει επί τούτου δίκαιο στην μία ή την άλλη πλευρά, και είναι εξαιρετικά ίσων αποστάσεων κατά την γνώμη μου πολύ ισοσταθμισμένο το κείμενο του Δημήτρη Δημόπουλου σε αυτό το σημείο έχει δώσει πολύ μεγάλη προσοχή.
Το έργο παρουσιάζει τα καλά και τα κακά και των δύο πλευρών. Η αλήθεια είναι ότι στη Γερμανία αυτό φαίνεται πωςεκτιμήθηκε διότι αφενός οι ίδιοι οι Γερμανοί αναγνώριζαν τη δραματοποίηση επί σκηνής των πιο χυδαίων στερεοτύπων με τα οποία είχαν μάθει να ζούνε τα τελευταία δυο χρόνια, από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση και ούτω καθεξής... Ακόμα και οι πολιτισμένοι Γερμανοί οι οποίοι θα πήγαιναν στην όπερα, αυτά τα πράγματα, ακόμα και εάν οι ίδιοι δεν τα προσυπέγραφαν, ήταν ένα είδος καθημερινής τους τροφής από το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν, οπότε βλέποντας δραματοποιημένα στα μούτρα τους αυτά τα πράγματα είναι αλήθεια ότι αντέδρασαν, ή τα αναγνώρισαν και αντέδρασαν με ένα είδος καθαρτήριου γέλιου, με πάρα πολύ θερμές αντιδράσεις στη Γερμανία, κάτι το οποίο στην Ελλάδα δεν το βλέπουμε αρκετά συχνά. Οι Γερμανοί χτυπούσαν τα πόδια τους, φώναζαν κι έρχονταν μετά προσπαθώντας να μας μιλήσουν στα ελληνικά και μας έλεγαν ευχαριστώ...Ήταν μια πολύ συγκινητική αντίδραση.
Ο τύπος ήταν επίσης πολύ θερμός και διασκεδάσαμε πολύ όταν είδαμε τον κ. Χούφτελ (τον εκπρόσωπο της καγκελαρίου Μέρκελ για τα θέματα της Ελλάδας) που ήρθε στην πρεμιέρα του έργου και φαινόταν εξαιρετικά εκνευρισμένος στο διάλειμμα του έργου, πράγμα που το θεωρήσαμε ως φιλοφρόνηση για την παράσταση. Διαπιστώσαμε γενναιόδωρες αντιδράσεις και γενναιόδωρη υποδοχή από ένα κοινό που δεν ντρεπόταν να αντιμετωπίσει τα κακά του επί σκηνής και επειδή παράλληλα διοργανώθηκαν και κάποιες εκδηλώσεις γνωριμίας με τον ελληνικό πολιτισμό υποστηριγμένες από πολιτιστικά ιδρύματα κυριάρχων πολιτικών κομμάτων της Γερμανίας, των Πρασίνων και των Φιλελεύθερων. Έτσι διαπιστώσαμε μεγάλο ενδιαφέρον για τι στ αλήθεια συμβαίνει στην Ελλάδα και για το ποια είναι η άποψη των αληθινών Ελλήνων γι αυτό που συμβαίνει όσο και μια καταπληκτική και πολύ συγκινητική διάθεση αληθινής συμπαράστασης από τον μέσο Γερμανό ο οποίος ερχόταν να δει την παράσταση.
Ας θυμίσουμε ότι η συνοικία που παίχτηκε η παράσταση δεν είναι ιδιαιτέρου υψηλού προφίλ, αλλά είχε πολύ λαϊκό πληθυσμό, στην οποία μετανάστες και άνθρωποι χωρίς προγενέστερη εμπειρία από όπερα, μπορούσαν να εμφανισθούν στο θέατρο και να δούνε αυτό το έργο απροκατάληπτα. Είμαστε βέβαιοι ότι πολύ μεγάλο ποσοστό του κοινού μας στο Βερολίνο ήρθε χωρίς καμία προγενέστερη εμπειρία της Aida του Βέρντι, και είδαν αυτό το έργο ως κάτι καινούριο που είχε να κάνει με τους Γερμανούς, τους Έλληνες, τη βόρεια και τη νότια Ευρώπη και αντέδρασαν σε αυτή με τους δικούς τους όρους, που για εμάς ήταν εξαιρετικά ευεργετικό.
Ας πάμε όμως τώρα στην ελληνική πλευρά του διπόλου. Είστε σε στάδιο προετοιμασίας για το Φεστιβάλ Αθηνών.
Χ.Γ: Βεβαίως, ευτυχώς δεν είναι η πρώτη μας ελληνική εμπειρία, είχαμε την τύχη να παίξουμε τέσσερις παραστάσεις στις αρχές Μαρτίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης όπου ίσως παραδόξως είχαμε πολύ θετική αντιμετώπιση εκ μέρους το κοινού.
Θυμάμαι τον συγγραφέα του κειμένου, τον Δημήτρη Δημόπουλο, που ήταν πολύ ανήσυχος για τις ελληνικές παραστάσεις, γιατί είτε το θέλουμε είτε όχι αυτή είναι μια πολύ επιθετική παράσταση στον τρόπο που χειρίζεται τα στερεότυπα. Το γεγονός ότι στην παράσταση εικονίζονται οι λαοί του νότου, που παρουσιάζονται ως γουρούνια, και αυτά είναι πράγματα τα οποία δραματοποιούνται και εικονοποιούνται στην παράσταση, παρότι είχαμε κάποιες αστείες αντιδράσεις του κοινού για το πως τολμούν να μας παρουσιάζουν ως γουρούνια, και φυσικά δεν είμαστε εμείς που παρουσιάζουμε ούτε τους Έλληνες ως γουρούνια ούτε τους νότιους, γιατί είναι κάτι που κυκλοφορεί, και εμείς αυτό που κάνουμε είναι με τα μέσα της τέχνης να το παρουσιάζουμε με μια κριτική αντιμετώπιση.
Το κοινό της Θεσσαλονίκης φάνηκε να κατάλαβε την παράσταση πολύ καλά, και το χιούμορ της. Φάνηκε να αντιδρά μάλιστα στις ελληνικές πτυχές της ιστορίας με ακόμα πιο συγκεκριμένο τρόπο από τον Γερμανικό, οπότε αν μη τι άλλο έχουμε ένα προηγούμενο και θεωρούμε ότι στην Αθήνα η παράσταση ελπίζουμε να βρει μια ανταπόκριση εξίσου ειλικρινή με αυτή του κοινού της Θεσ/νικης. Αυτή την στιγμή φιλοξενούμαστε στο Φεστιβάλ Αθηνών, διότι η παράσταση χρηματοδοτείται από τις επιχορηγήσεις του πρώην υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού τις οποίες ελπίζουμε κάποια στιγμή να εισπράξουμε, καθώς και την χρηματοδότηση της Γερμανικής πρεσβείας.
Το Φεστιβάλ Αθηνών μας ενέταξε γενναιόδωρα στο πρόγραμμά του, μας μεταφέρει την τεχνογνωσία του και μας προσφέρει την φιλοξενία του και την κάλυψη σε επίπεδο επικοινωνίας και δημοσιότητας συν πολύτιμη τεχνική υποστήριξη, άλλα οικονομικά δεν επιβαρύνουμε το Φεστιβάλ Αθηνών και αυτό το λέω γιατί με την εταιρεία "Όπερες των Ζητιάνων" που συνεργαζόμαστε είναι η τρίτη μας συμμετοχή στο Φεστιβάλ Αθηνών και αυτός είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να κάνεις εχθρούς στην πατρίδα μας.
Νιώθω πολύ ανακουφισμένος αφού πιστεύω ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε λόγω των παχυλών επιχορηγήσεων προς τις Όπερες των Ζητιάνων...(γέλια). Αυτοί που αναπαράγουν αυτά τα πράγματα μάλλον είναι άνθρωποι εντός κυκλώματος, καλλιτέχνες, κριτικοί...
Χ.Γ: Δεν είμαι βέβαιος τι συνιστά τα εντός ή εκτός κυκλώματος σε μια χώρα που η πολιτιστική αναρχία έχει αναχθεί σε καθεστώς. Αυτό όμως έχει τα αρνητικά του και κατά την γνώμη μου έχει και τα θετικά του. Η αναρχία και η έλλειψη συστηματικής οργάνωσης και πολιτικής σε θέματα πολιτισμού στη χώρα μας συχνά επιτρέπει αυτό που λέμε γόνιμες συγκρούσεις και επιτρέπει σε ανθρώπους σαν κι εμάς με μια αντίληψη στο μουσικό θέατρο λιγάκι αναρχική να φαινόμαστε αυτή τη στιγμή ως καθεστωτικοί..καλλιτέχνες. (γέλια)
Να εμφανιζόμαστε σε ένα θεσμό αρκετά εδραιωμένο όπως το Φεστιβάλ Αθηνών και να εμφανιζόμαστε σε ένα κοινό που πιθανά σε μια ευνομούμενη και πιο οργανωμένη χώρα δεν θα ενδιαφερόταν να γνωρίσει την δουλειά μας. Έτσι πιστεύω ότι μια διασκευή όπως αυτές που έχουμε κάνει στο παρελθόν σε έργα ρεπερτορίου δεν θα είχε το ίδιο νόημα να την παρουσιάζουμε στο Βερολίνο με το νόημα που έχει στην Αθήνα. Δεν θα απευθυνόταν στο ίδιο κοινό, ούτε στο ίδιο εύρος κοινού, ούτε στην ίδια σύσταση κοινού.
Στο Βερολίνο διαπιστώσαμε ότι η σχέση του κοινού με τα πολιτιστικά δρώμενα προσφερόμενα ήταν αρκετά ήρεμη και κατασταλαγμένη. Ήξερε το κοινό σε ποιο θέατρο θα πήγαινε και τι θα έβλεπε. Αυτή η διάκριση όμως καθεστωτικού-καθιερωμένου και εναλλακτικού εδώ κατά την γνώμη μου τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτό πιστεύω ότι είναι πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι οι καλλιτέχνες του λυρικού θεάτρου έχουν κάθε δικαίωμα να αναζητούν την σταθερότητα, ένα τρόπο να ζήσουν, και να κάνουν τις ζωές τους όσο πιο ομαλές γίνονται. Το γεγονός ότι Έλληνες καλλιτέχνες της όπερας διαπρέπουν στο εξωτερικό και φεύγουν από την Ελλάδα για να βρουν δουλειά στο εξωτερικό, γιατί τα πράγματα εκεί κυλούν με ομαλότερο τρόπο. Έτσι ρισκάρω να πω ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στο εξωτερικό λόγω μεγαλύτερης κυριαρχίας του εχθρού.
Το γεγονός ότι τα πράγματα μπαίνουν στο σωστό κουτί δεν είναι αναγκαστικά ένα προοδευτικό φαινόμενο, αλλά είναι ένα κατάλοιπο μιας παλαιότερης εποχής στην οποία τα πολιτιστικά είχαν το κάθε ένα το κουτί του και το πράγμα έρεε ομαλά. Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα ζούμε μια πρωτοπορία μια νέας εποχής ανησυχίας και ανακατάταξης η οποία παρά την αναρχία, το χάος, τη βία, παρά τις αρνητικές της όψεις μόνο σε καλό μπορεί να οδηγήσει, με την έννοια ότι μπορεί να ανακινήσει την χύτρα. Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι, τα πράγματα που ήταν χαμηλά στην χύτρα θα ανέβουν ψηλά και εάν μη τι άλλο και το λυρικό θέατρο ως ένα είδος κατασταλαγμένο οφείλει να προσβληθεί από αυτό τον υιό αυτής της ανησυχίας...
Να αναρωτηθεί, να κοιταχθεί στον καθρέπτη και εάν μη τι άλλο στη Ελλάδα που τα πράγματα που δεν είναι δεδομένα νομίζω ότι έχουμε ακόμα μεγαλύτερο το καθήκον να λογικευτούμε και να απαντήσουμε σοβαρά στην ερώτηση τι είναι για εμάς το μουσικό θέατρο, τι είναι για εμάς η όπερα, για ποιο λόγο μας ενδιαφέρει στο πραγματικό πλαίσιο των δικών μας συνθηκών και όχι μέσα σε ένα ιδανικό πλαίσιο ευρωπαϊκής συμμόρφωσης με ένα είδος ευρωπαϊκής ιεραρχίας του πολιτισμού. Θεωρώ ότι η όπερα δεν πρέπει να είναι μουρουνόλαδο που το καταναλώνουμε αν και δεν μας αρέσει διότι κάνει καλό στην υγεία.
Το μουσικό θέατρο είναι ένα είδος με άμεση και αδιαμεσολάβητη αντίδραση στο σώμα και τα αισθήματα, και ότι και εάν μου λένε στην Ελλάδα βλέπω με τα μάτια μου ότι λειτουργεί, και το κοινό επηρεάζεται από αυτό το πράγμα που κάνουμε στην πράξη και θεωρώ ότι ο μόνος τρόπος για να κάνουμε μουσικό θέατρο είναι να κάνουμε μουσικό θέατρο που μας αφορά στο εδώ και στο τώρα.
Και μια προσωπική ερώτηση, πριν μιλήσαμε για την 4η όπερα του Βερολίνου και θα ήθελα να μάθω πως ένα παιδί θα αρχίσει να ενδιαφέρεται για την όπερα σε μια πόλη που δεν έχει τέσσερις όπερες (όπως το Βερολίνο), αλλά έχει μετά βίας μόνο μια;
Χ.Γ: Με την αφορμή αυτή θέλω να πω μια ιστορία που μου την διηγήθηκε ο Τάσος Συμεωνίδης που είναι γνωστός αρχιμουσικός που συνεργάζεται με την Λυρική σκηνή που με ένα επιχορηγούμενο πρόγραμμα από την ΕΕ (ΕΣΠΑ) θα πάει την όπερα στα σχολεία ή τα σχολεία να έρχονται στην όπερα "Ο κουρέας της Σεβίλης" του Ροσίνι περιοδεύει σε σχολεία θα φτάσει έως πολύ μακρυά μέσα σε μια πρωτοβουλία αποκέντρωσης και έχει έως τώρα παιχτεί σε υποβαθμισμένες περιοχές της Αττικής, στο Αιγάλεω, Κερατσίνι, Καμίνια, όπου μέσα σε ένα διήμερο σεμινάριο τα παιδιά συμμετέχουν στην δημιουργία της παράστασης και έχουν φτιάξει τα σκηνικά τραγουδούν μαζί με τους λυρικούς τραγουδιστές...
Ο Τάσος λοιπόν μου διηγήθηκε την εξής ιστορία που βρήκα συγκλονιστική ότι στο τέλος μιας από αυτές τις παραστάσεις μαζεύτηκαν τα παιδιά και επί 45 λεπτά ζητούσαν αυτόγραφα από τον θίασο. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας αυτής ο Τάσος Συμεωνίδης ρώτησε ένα από αυτά τα παιδιά "Τι το θες το αυτόγραφο παιδάκι μου; Αλήθεια το θέλεις ή απλώς το ζητάς από κεκτημένη ταχύτητα;" και του απάντησε το παιδάκι: "Μα τι λέτε κύριε Τάσο, θα το κορνιζάρω και θα το βάλω δίπλα στις αφίσες των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού"! (γέλια)..
Αυτό που θέλω να πω ότι και από την δική μας εμπειρία από την παιδική παράσταση που παρουσιάζαμε για δύο περίπου χρόνια στο μιούζικαλ του Β. Κυπουργού "Σιωπή ο βασιλιάς ακούει" τα παιδιά, αν μη τι άλλο είναι το πιο καθαρό ακροατήριο που μπορεί κανείς να έχει γιατί δεν έχουν ακόμη προσβληθεί από τον υιό ούτε της σοβαροφάνειας, ούτε του τεχνοκρατισμού, ούτε της ανόητης αντίληψης που κυκλοφορεί τάχα ότι η όπερα είναι τάχα το είδος που μόνο γνώστες μπορούνε να καταλάβουν, και έρχονται σε επαφή με αυτό το πράγμα τελείως απροκατάληπτα και φυσικά εισπράττουν την επίδρασή του απολύτως άμεσα και αδιαμεσολάβητα.
Είτε το θέλουν είτε όχι η λυρική φωνή είναι ένα πράγμα ισχυρό, δονεί και συγκινεί εξ ορισμού δια μέσω των νόμων της φυσικής, δεν χρειάζεται να μπούμε στο πεδίο της φυσικής για να μιλήσουμε για την συγκίνηση του λυρικού θεάτρου. Είναι λοιπόν ιδανικό ακροατήριο οι παιδικοί ακροατές εφόσον έρθουν σε επαφή με αυτό το πράγμα, και αυτό είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο. Το ίδιο ισχύει και για έμενα που μεγάλωσα στον Κορυδαλλό μέσα σε οικογένεια που δεν είχα ούτε σχέση με τις τέχνες ούτε με το λυρικό θέατρο και ανακάλυψα 8 ετών την όπερα από την τηλεόραση (από την ΕΤ1 που έπαιζε μια βιογραφία του Βέρντι) και θεώρησα ότι αυτό το πράγμα με ενδιαφέρει και έτσι άρχισα να το κυνηγάω.
Δεν είναι μια εύκολη χώρα αυτή που ζούμε, δεν είναι ένας χώρος που οι ευκαιρίες παρουσιάζονται στο δρόμο για τους περισσοτέρους.. Είναι μια χώρα με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, αλλά αυτό φαίνεται να κλονίζεται από μια νέα γενιά καλλιτεχνών που ενδιαφέρεται γι αυτό το πράγμα, που το διεκδικεί και το αναζητά, που ψάχνει να βρει τρόπους για να έρθει κοντά στη νέα γενιά.
Βλέπουμε με την σειρά όλους τους σημαντικούς εδραιωμένους φορείς του πολιτισμού στη χώρα μας , Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Μέγαρο Μουσικής, Λυρική σκηνή, Καμεράτα - Ορχήστρα φίλων της μουσικής, και εκπαιδευτικά προγράμματα κατασκευασμένα με φαντασία και χωρίς προκαταλήψεις πραγματικά προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τις επιθυμίες ενός νέου ανθρώπου να προσπαθούν να προσεγγίσουν τους νέους ανθρώπους με γόνιμο τρόπο και είναι κάτι που μου δίνει μεγάλη χαρά. Μάλιστα συμπτωματικά να σας ανακοινώσω ότι οι "Όπερες των Ζητιάνων" θα κάνουν ένα εργαστήριο για νέα παιδιά πάνω στο μουσικό θέατρο στη "Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών", για παιδιά γυμνασίου, που θα δημιουργούμε με την βοήθεια των παιδιών νέα τραγουδισμένα έργα. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και όπως λένε και οι γραφές όποιος ψάχνει βρίσκει.
Θα έμπαινα στον πειρασμό, αυτό που μόλις είπατε ως διαφημιστικό σποτ για την χρησιμότητα της Κρατικής τηλεόρασης (γέλια) ότι η περιφρονημένη και πολυσυκοφαντημένη κρατική τηλεόραση μπόρεσε να οδηγήσει ένα παιδί στο λυρικό θέατρο... Έτυχε πάρα πολλά χρόνια από το γεγονός που μου διηγείστε, να ανακαλύψω από πολύ νωρίς την "Κοκκινοσκουφίτσα και τον καλό λύκο" στο θέατρο "Πολύτεχνο"... Πώς συνέβη αυτό;
Χ.Γ: Είστε τελικά από τους παλιούς πιστούς μας. Η "Κοκκινοσκουφίτσα και ο καλός λύκος" ήταν ένα έργο με τον συμφοιτητή μου Γιάννη Φίλα που γράψαμε όταν ήμασταν 20 ετών περίπου φοιτητές ακόμα στο τμήμα μουσικών σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και ανεβάσαμε με άλλους συμφοιτητές μας και αποφοίτους των τμημάτων μουσικών και θεατρικών σπουδών το 1998 για πρώτη φορά στο θέατρο "Πολύτεχνο" με απολύτως ίδια μέσα και παραδόξως ήταν μια επιτυχημένη για την εποχή παράσταση, και έκανε τότε 19 παραστάσεις που είναι μεγάλος αριθμός για μια παράσταση όπερας, και μια μεγάλη επιτυχία στον φοιτητικό κόσμο της εποχής.. (γέλια)
Αυτό που μας ώθησε τότε να κινητοποιηθούμε ήταν αφενός η αναρχία του Ελληνικού χώρου, ότι μέσα από τους εκπαιδευτικούς μας θεσμούς δεν είχαμε πολύ συγκεκριμένες δυνατότητες για να δοκιμάσουμε στην πράξη την τέχνη μας, και αφετέρου του νεανικού θράσους που υπήρξε αρκετά χρήσιμο και στην συνέχεια για μας, δηλαδή μια πεποίθηση ότι για να γίνει κάτι πρέπει να το κάνουμε. Εάν κάθεται να περιμένει κάνεις τις ευκαιρίες να προκύψουν ή το σύστημα να φροντίσει γι αυτόν μάλλον δεν θα συμβεί ποτέ.
Έτσι από αυτή την ομάδα των συμφοιτητών αρκετοί είναι καθιερωμένοι μουσικοί όπως η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη, Γιάννης Προβολάκης, Ανδρέας Τσελίκας, ο συνεργάτη μου Κων/νος Ζαμάνης ο σκηνογράφος που στην συνέχεια ιδρύσαμε και την εταιρεία οι "Όπερες των ζητιάνων".. Θεωρήσαμε λοιπόν τότε ότι από την στιγμή που μας ενδιέφερε έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο, με οποιονδήποτε τρόπο να το κάνουμε.
Έτσι, η παράσταση έγινε τότε από την χορηγία των φίλων και των γονιών μας, μια μέθοδος που εξακολουθούσαμε να χρησιμοποιούμε και στο μέλλον, μάλιστα σε μια παρουσίαση που έκανα την χαρακτήρισα ως "πούλησε κι εσύ την γιαγιά σου.. μπορείς" (γέλια) Μια συνάδελφος μου έλεγε ότι για να κάνει μια παράσταση πούλησε τα χρυσαφικά της γιαγιάς της, ενώ εγώ πούλησα το σπίτι της γιαγιάς μου. Οι γιαγιάδες όπως φαίνεται και στην Κοκκινοσκουφίτσα μπορεί να είναι εξαιρετικός παράγων για το ελληνικό μουσικό θέατρο.
Πότε ιδρύονται οι "Όπερες των Ζητιάνων";
Χ.Γ: Ιδρύθηκαν προς το τέλος του 2002 με αρχές του 2003 περίπου από τρία άτομα τότε, εκτός από εμένα ήταν ο σκηνογράφος Κων/νος Ζαμάνης με τον οποίο συνεχίζουμε και η υπεύθυνη παραγωγής Γαβριέλα Τριανταφύλη που στην συνέχεια μεταπήδησε στο "Bios" και τώρα το διευθύνει.
Η πρώτη μας παράσταση ωστόσο έγινε το 2005 στο θέατρο "Ροές" και ήταν ένα νέο ανέβασμα της "Κοκκινοσκουφίτσας και το καλού λύκου" της νεανικής μας όπερας σε σκηνοθεσία τότε της Μαριάννας Κάλμπαρη σε συνεργασία με την "Ορχήστρα των χρωμάτων" που διεύθυνε ο Βασίλης Χριστόπουλος.
Η παράσταση εκείνη ηχογραφήθηκε και σε studio και κυκλοφόρησε στη συνέχεια σε cd από την "Ορχήστρα των χρωμάτων", και αφού μου δίνετε η αφορμή να σας ανακοινώσω ότι προετοιμάζεται και ένα τρίτο ανέβασμα της παράστασης τον ερχόμενο Δεκέμβριο στην "Not gallery" που είναι χώρος τέχνης στην οδό Μιχαλακοπούλου στο πλαίσιο του φεστιβάλ Γκριμ, για τα 200 χρόνια από την έκδοση των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ και μας ζήτησαν να συμμετάσχουμε με ένα ανέβασμα της "Κοκκινοσκουφίτσας".
Πες μου και για το "πείραγμα" στο Trovatore αφορμής δοδήσεις αφού μιλήσαμε για το "Bios".
Χ.Γ: Ναι, αυτό έγινε το 2008 τον Μάιο και τον Δεκέμβριο όπου σε δική μου μουσική διεύθυνση και σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου παρουσιάσαμε τον Trovatore του Βέρντι σε μια διασκευή για 5 όργανα και με συμμετοχή ερασιτεχνικής εθελοντικής χορωδίας που κυρίως την πρώτη φορά αποτελείτο από φοιτητές του τμήματος μουσικών σπουδών του Πανεπιστημίου, και άλλους διάφορους επαγγελματίες της όπερας που και αυτοί συμμετείχαν αφιλοκερδώς.
Ήταν μια παράσταση αρκετά τολμηρή σε επίπεδο οργανωτικό με την έννοια ότι πηδήξαμε σε αυτό το πράγμα λιγάκι απροφύλακτοι, και αποφασίσαμε να αναμετρηθούμε με ένα έργο θρυλικό, που στα μυαλά πολλών ανθρώπων ταυτίζεται με την ίδια την όπερα, δηλαδή ενέχει μέσα του όλα τα αρχέτυπα του λυρικού θεάτρου. Αποφασίσαμε να αναμετρηθούμε με αυτό με την πεποίθηση ότι και να κάνουμε εμείς το έργο δεν θα πάθει τίποτα, και στην χειρότερη περίπτωση εμείς θα εκτεθούμε.
Ούτως η αλλιώς είχαν κινηθεί εναντίον του οι αδερφοί Μαρξ (γέλια).
Χ.Γ: Μου θυμίσατε μια από τις πιο χαρακτηριστικές δηλώσεις προκατάληψης απέναντι στο λυρικό θέατρο που έχω ακούσει ποτέ που έχει κάνει ο μεγάλος συνθέτης Στηβ Ράιχ που είχε δηλώσει ότι "Από το να δω όπερα προτιμώ να δω τη "Νύχτα στην Όπερα" των αδερφών Μαρξ" (γέλια).
Τέλος πάντων, εμείς την όπερα την αγαπάμε οπότε αποφασίσαμε να της κάνουμε ένα είδος ερωτικού θεάματος-ερωτικής προσφοράς- έτσι αποφασίσαμε με τα πολύ περιορισμένα μας μέσα να αναμετρηθούμε με τα πιο εμβληματικά έργα του ρεπερτορίου σε μια παράσταση η οποία έκανε μεγάλη επιτυχία για την εποχή. Κίνησε το ενδιαφέρον των μέσων (ενημέρωσης), που στο μεγαλύτερο της μέρος ήταν ξεπουλημένη και παίχτηκε για αρκετό καιρό, αν και κατά την γνώμη μου είχε και αρνητικές πτυχές αυτή η παράσταση από την άποψη ότι οι Όπερες των Ζητιάνων ταυτίστηκαν με ένα φορέα εκλαΐκευσης της όπερας το οποίο πότε δεν θέλαμε να ήμασταν, γιατί μας ενδιαφέρουν πολυποίκιλα πράγματα.
Από τις 13 παραγωγές που έχουμε κάνει έως τώρα αυτές κινούνται σε όλο το φάσμα του μουσικού θεάτρου από underground πειραματικά δρώμενα έως θεσμικές παράγωγες μεγάλου όγκου. Δεν επιθυμήσαμε ποτέ, όπως πολλοί μας πρότειναν εκείνη την εποχή, να πάρουμε ένα-ένα όλα τα γνωστά έργα του γνωστού ρεπερτορίου και να τα παρουσιάσουμε σε εκλαϊκευμένες εκδοχές.
Ο "Trovatore" θεωρούμε επειδή ενείχε και ενέχει ως έργο ένα ουσιώδης υπόστρωμα λαϊκότητας, λόγω της εποχής και του περιβάλλοντος του οποίου γράφτηκε και γεννήθηκε, εμείς πιστέψαμε ότι μια τακτική άμεσης επίθεσης κατά του έργου στην οποία οι άρπες του Βέρντι μεταφράστηκαν σε μια απλή κιθάρα ή τα πνευστά του μεταφράστηκαν σε ένα λαϊκό ακορντεόν, θεωρήσαμε ότι γνήσια είχε πράγματα να μας δείξει για το υπόστρωμα και την γραφή αυτού του έργου.
Δεν ήταν ο στόχος μας να εκλαϊκεύσουμε αυτή την όπερα με την έννοια ότι η όπερα ενίοτε είναι λαϊκή και δεν χρειάζεται εμάς να το κάνουμε, ενίοτε δεν είναι και δεν μπορούμε εμείς να την κάνουμε με το ζόρι όπως και όλα τα ουσιαστικά είδη τέχνης.
Το μοναδικό που θελήσαμε ήταν, αν υπήρχε μια πολιτική δήλωση για εκείνη την παραγωγή η οποία θεωρώ ότι συνεχίζει να ισχύει, ότι δεν είναι ανάγκη και δεν μπορεί μέσα στα πλαίσια τα δημοκρατικά, μέσα στα πλαίσια που η κλασική τέχνη είναι ένα κοινό αγαθό, δεν μπορεί να στερούμαστε, όποιοι και να είμαστε, ότι και να είμαστε, ότι μέσα και να έχουμε.. Δεν μπορεί να στερούμαστε την δυνατότητα να αναμετρούμαστε μα τα μεγάλα έργα του λυρικού θεάτρου επειδή δεν κινούμαστε μέσα σε ένα χώρο θεσμικό, σε ένα χώρο επιχορηγούμενο από το κράτος ή από μεγάλους χορηγούς.
Θεωρώ πως με όποια μέσα και να διαθέτει κανείς τα μεγάλα έργα του λυρικού θεάτρου έχουν κάτι να του δώσουν, και αυτός εφόσον έχει κάτι καλλιτεχνικά να πει, μπορεί δικαιωματικά να αναμετρηθεί με τα μεγάλα έργα του λυρικού θεάτρου όπως θα μπορούσε κάλλιστα να αναμετρηθεί με τα μεγάλα έργα του θεάτρου πρόζας, με τα μεγάλα έργα όλων των παραστατικών τεχνών.
Το μόνο που κατά την γνώμη μου απαιτείται είναι μια ουσιώδης καλλιτεχνική πρόθεση. Δεν είναι ούτε ζήτημα τεχνοκρατικής κατάρτισης ούτε ζήτημα, σε καμιά των περιπτώσεων, οικονομικού μεγέθους. Δυστυχώς έχουμε μια κακή συνήθεια στην Ελλάδα καμιά φορά και αυτό είναι δείγμα ενός εγχώριου κόμπλεξ, γιατί έχουμε την τάση να πηγαίνουμε στην όπερα με την μεζούρα.
Πηγαίνουμε στην όπερα και μετά μιλάμε για το πόσο μεγάλες ήταν οι φωνές, οι αμοιβές των μετακλήσεων, πόσος κόσμος συνωστίσθηκε στο Ηρώδειο και ούτω καθεξής. Αυτό είναι ένα δείγμα μιας νοοτροπίας που κάθε άλλο παρά εκπροσωπεί την ουσία του λυρικού θεάτρου γιατί είτε μεγάλο είτε μικρο το λυρικό θέατρο εφόσον είναι μια κλασική τέχνη που από την φύση της προσαρμόζεται στους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτήν και στις εποχές που αλλάζουν, από την φύση του μπορεί να λειτουργήσει με διαφορετικά μεγέθη, διαφορετικές προσεγγίσεις, διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, εφόσον υπάρχει ειλικρινής καλλιτεχνική διάθεση.
Θα θεωρούσα ελλειπή την συζήτηση που κάνουμε εάν δεν αναφερόμασταν σε κάτι το οποίο έχει χαρακτηρίσει την δική μου μνήμη, την "Πληγή".
Χ.Γ: Χαίρομαι, έχει χαρακτηρίσει και την δική μου μνήμη, όχι με ιδιαίτερα φωτεινές αποχρώσεις. Ομολογώ ότι η "Πληγή όπερας σε εφτά γεύματα", που είναι η δεύτερή μου όπερα και παίχτηκε στο φεστιβάλ Αθηνών το 2008, αν και είχε ολοκληρωθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα όταν ήμουν 25 χρόνων το 2004, ήταν για μένα μια αρκετά δύσκολη δοκιμασία, ψυχολογικά τουλάχιστον.
Αφενός ήταν μια πολύ απαιτητική παραγωγή, που μέσα στην νεανική μου αφέλεια θεωρούσα ότι είναι εύκολο και οικονομημένο, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια όπερα δυόμιση ωρών με ένα καστ 13 ανθρώπων, συν ηθοποιούς, συν μια ορχήστρα 14 οργάνων και ου το καθ εξής που είναι μεγάλα μεγέθη για έναν οργανισμό χειροποίητο όπως εμείς, που αποτελούμαστε από λίγους ανθρώπους και πολύ εθελοντισμό, έτσι ήταν μια παράσταση εξαιρετικά ογκώδης και δύσκολη που μας ώθησε στα όρια μας.
Αφετέρου κάτι που με σόκαρε στην "Πληγή" ήταν η κριτική της υποδοχή, για την ακρίβεια η κριτική της μη υποδοχή, αφού ήταν ένα έργο που κίνησε το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης μεγάλο ρεύμα δημοσιευμάτων που στην μεγάλη του πλειοψηφία πριν την παράσταση.
Από την στιγμή που παίχτηκε αυτό το έργο και στην συνέχεια δεν είδα μια γνήσια κριτική για την παράσταση, και ουσιαστικά η μουσικοκριτική ήταν σαν να μην έγινε. Φαίνεται ότι προκάλεσε μια είδους αμηχανία που μπορώ πολύ καλά να καταλάβω γνωρίζοντας και τις δικές μου συνθετικές προθέσεις τότε. Ήταν ένα έργο που προσπαθούσε να εφαρμόσει με αρκετά επιθετικό τρόπο πρωτοποριακές συνθετικές τεχνικές, με μια λόγια συνθετική ματιά πάνω σε υλικό αρκετά επιθετικά λούμπεν ενίοτε.
Κινητοποιούσε γηπεδικά συνθήματα, ένα λόγο πολύ χαμηλού επιπέδου πολύ συχνά με σαφή καλλιτεχνικό στόχο.. Τέλος πάντων υπήρχε μια σύγκρουση στοιχείων σε αυτό το έργο που δεν κάνει την κριτική του αποτίμηση πολύ εύκολη, το βλέπω ακόμη κι εγώ με την απόσταση του χρόνου. Μάλιστα το γεγονός ότι παίχτηκε στο τέλους του Φεστιβάλ μεγάλης διάρκειας στο τέλος Ιουλίου του 2008 μέσα σε καύσωνα δεν ήταν το καλύτερο περιβάλλον για μια ψύχραιμη κριτική ενός έργου όπως εκείνου, και έμενα όπως σου είπα με σόκαρε γιατί ήθελα να δω τι πίστευαν οι άνθρωποι γι αυτό το έργο... και δεν το είδα, και δεν άκουσα ουσιώδη κριτική
Θα ήθελα αυτό το έργο να έχει μια δεύτερη ευκαιρία...
Χ.Γ: Και εγώ γιατί για μένα σημαίνει πέντε χρόνια δουλειάς συνθετικής, και κάτι τέτοια δύσκολα αντιμετωπίζετε σε δύο παραστάσεις και μάλιστα υπό δύσκολες συνθήκες. Να σου πω ότι στην "Πληγή" είχαμε δυο αντικαταστάσεις δυο βασικών ρόλων ένα μήνα πριν την πρεμιέρα. Άνθρωποι για τους οποίους γράφτηκε το έργο για ουσιώδης και πολύ προσωπικούς λόγους αποχώρησαν την τελευταία στιγμή, άλλοι άνθρωποι αναγκάστηκαν να μάθουν την τελευταία στιγμή τους ρόλους από το πουθενά. Σίγουρα θα άξιζε κάποια στιγμή να βρούμε τον τρόπο κάποια στιγμή ώστε να το αντιμετωπίσουμε ξανά. Μου κάνει εντύπωση που το θυμάστε και χαίρομαι γιατί είχα μείνει με την εντύπωση ότι αυτό το έργο σαν να μην συνέβη στην κοινή συνείδηση.
Τι είναι αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη;
.Γ: Το γεγονός ότι είναι ένας εξαιρετικός δημιουργός (γέλια) γιατί όπως και εγώ διαπίστωσα σνόμπαρα την ελληνική οπερέτα. Η αλήθεια είναι ότι δια μέσου της συντρόφου μου που είναι μεσόφωνος και συμμετείχε σε μια παράσταση (τον "Βαφτιστικό" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη) πριν από λίγα χρόνια στην Λάρισα, έτσι παρακολούθησα αυτό το έργο από κοντά (κάποιες πρόβες και τις παραστάσεις) και εντυπωσιάστηκα από την ποιότητα της μουσικοθεατρικής γραφής αυτού του συνθέτη ο οποίος είναι ένας μέγιστος μουσικοδραματικός δημιουργός, το επαναλαμβάνω γιατί το πιστεύω. Έτσι έψαξα από τότε τρόπους ώστε να αντιμετωπίσω το έργο του...
Είχα την ευτυχή συγκυρία να συναντηθώ με τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Ευκλείδη που έπασχε από το ίδιο πάθος για την Ελληνική οπερέτα και τον Σακελλαρίδη πιο συγκεκριμένα, και την εποχή που εμένα με απασχολούσε αυτό το πράγμα ο Αλέξανδρος ανέβασε με τους φοιτητές του στην Θε/νίκη μια πάρα πολύ ιδιαίτερη παράσταση του "Βαφτιστικού" που είναι ίσως το πιο γνωστό έργο του Σακελλαρίδη με μια αντινοσταλγική ανάγνωση του πιο γνωστού έργου της Ελληνικής οπερέτας..
Εμένα με ενδιέφερε πολύ αυτό το πράγμα, έτσι τον προσέγγισα ώστε να κάνουμε μαζί κάποιο έργο του Σακελλαρίδη και καταλήξαμε στην "Κόρη της καταιγίδας" που ανασύραμε από το αρχείο, γιατί είχε να παιχθεί πάρα πολλά χρόνια και δεν κυκλοφορούσε το υλικό. Το φωτογραφίσαμε από το αρχείο του θεατρικού μουσείου και το ανεβάσαμε πέρυσι στο Φεστιβάλ Αθηνών με τις "Όπερες των ζητιάνων" ξανά με ένα τεράστιο αριθμό εθελοντών που ήμαστε βαθύτατα ευγνώμονες.
Οι φίλοι μας από το "Ερευνητικό θέατρο" θεωρούν ότι οι παραγωγές μας είναι ελεφάντινες σε αντίθεση με τους φίλους μας από το κατεστημένο λυρικό θέατρο που θεωρούν ότι κάνουμε μικρές παραγωγές. Έτσι, η "Κόρη της καταιγίδας" ήταν η πολυπληθέστερη παράσταση στο φεστιβάλ μετά την παράσταση της Αριάν Μουσκίν.
Φανταστείτε ότι στην παράσταση πληρώθηκαν ελάχιστοι από τον θίασο, όλοι οι βασικοί συντελεστές της παράστασης έπαιξαν δωρεάν, και η χορωδία ήταν εθελοντική, μια παράσταση που έγινε με μεγάλο προσωπικό κόστος και πολύ κόσμο, αλλά με μεγαλύτερη πείρα από το 2008 που κάναμε την "Πληγή" και με το μεγαλύτερο πλεονέκτημα ενός έργου του οποίου αν μη τι άλλο ανέβασε την διάθεση όλων μας πάρα την ουσιαστική της κριτική δύναμη και την οξύτητά της η ελληνική οπερέτα δεν παύει να είναι ένα είδος βαθύτατα απολαυστικό.
Υπάρχει κάτι άλλο εκτός από το ξανανέβασμα της "Κοκκινοσκουφίτσας" που είδη μου είπατε;
Χ.Γ: Ναι, παράλληλα με το "Γιάζου Αϊντα", οι Όπερες των Ζητιάνων με το ίδρυμα Κακογιάννη διοργανώνουν συνέδριο με θέμα "Όπερα και πολιτική" που θα παρουσιαστεί νωρίτερα από τις παραστάσεις στις 30 Ιουνίου και την 1η Ιουλίου στο ίδρυμα Μ. Κακογιάννης από το μεσημέρι έως την ώρα της παράστασης, σε ένα συνέδριο που αντιμετωπίσουμε θέματα που μας απασχολούν βαθιά, έμενα και τους συνεργάτες μου...
Για το ποιος είναι εν τέλη ο δραστικός ρόλος της όπερας μέσα σε μια κοινωνία, πέρα από την αισθητική της διάσταση και είναι εν τέλη όπερα αυτό που κάνουμε ή δεν είναι; Όλα αυτά τα ζητήματα που συχνά συζητάμε στα παρασκήνια αλλά σπανίως δημόσια θέλουμε με κάποιον τρόπο να τεθούν επί σκηνής. Γι αυτό έχουμε διοργανώσει συνέδριο με έξι στρογγυλές τράπεζες που θα συζητήσουμε τέτοιου τύπου ζητήματα.
Εν συνεχεία είδη συνεργαζόμαστε με την Βερολινέζικη όπερα του "Νοϊκελν" για μια δεύτερη παράσταση στο Βερολίνο, που θα είναι μια πρωτότυπη παράσταση σε δική μου μουσική και κείμενο του Δημόπουλου και σκηνοθεσία του Α. Ευκλείδη και ο προσωρινός τίτλος είναι "Helios corporation". Είναι ένα αισιόδοξο έργο για την Ελλάδα και για τους Έλληνες που δίνουν ξανά τα φώτα τους στην ανθρωπότητα (γέλια). Δεν θέλω να πω περισσότερα προς το παρόν..
Μαζί με τον Έκτορα Λυγίζο που κάναμε το "Trovatore" το 2008 συζητάμε δυο σχέδια αρχικά ένα εργαστήριο για νέους τραγουδιστές και εν συνεχεία μια νέα δική μου όπερα την οποία από χρόνια προσπαθούμε να κάνουμε που λέγεται "Ο θάνατος του Άντoνι". Νομίζουμε ότι βρήκαμε την ιδανική φόρμουλα και μάλλον θα είναι μια όπερα τραγουδισμένη από ένα σκηνοθέτη και από ένα σύνθετη, και μάλλον γράφουμε την όπερα για εμάς τους δύο.
Αναφέρθηκα ήδη στο εργαστήριο που θα κάνουμε για νέους, παιδιά και εφήβους στην "Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών"...
Επίσης με την σκηνοθέτη Ανέστη Άζα συζητάμε ένα νέο ανέβασμα στο θέατρο "Εμπρός" μιας μικρής όπερας που είχα κάνει το 2008 στην '"Πειραματική σκηνή της Λυρικής" που λεγόταν "Ένα σώμα" προσαρμογή ενός διηγήματος του Καμίλο Μπόϊτο, έργο σύντομο σε διάρκεια που θεωρώ ότι ήθελα πολύ να το επαναπροσεγγίσω και πιστεύω ότι σε αυτό το πλαίσιο του αυτοδιαχειριζόμενου λυρικού θεάτρου ενδεχομένως να έχει μια τύχη λιγάκι πιο ενδιαφέρουσα απ ότι στο πλαίσιο μέσα της Λυρικής Σκηνής. Νομίζω ότι προς το παρόν αυτά έχω μέσα στο μυαλό μου κι ελπίζω κάποια από όλα αυτά να καταφέρουμε να γίνουν πραγματικότητα χωρίς να μπούμε προηγουμένως στην φυλακή για χρέη...