Χαρακτηρίστηκε ως η πλέον αναμενόμενη παράσταση του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου, κι όμως το αποτέλεσμα υπερέβη κάθε προσδοκία: ίσως αυτό και μόνο το γεγονός επαρκεί για να περιγράψει το θρίαμβο του «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου που μας χάρισε ο Λευτέρης Βογιατζής.
Δώρο πολύτιμο: δίδαξε με θαυμαστό τρόπο ένα εξαιρετικό έργο, φώτισε λαμπρές λεπτομέρειες στο εσωτερικό του, κατέδειξε πώς πρέπει να παρουσιάζεται ένας εξαιρετικά παρεξηγημένος και κακοποιημένος από τα ως τώρα ανεβάσματά του στην Ελλάδα (και αλλού) μέγιστος συγγραφέας.
Αυτό το τελευταίο έχει από μόνο του τη σημασία του: αν θυμηθούμε πόση βεβιασμένη ευθυμία, πόσους φαιδρούς σουμπρετισμούς, πόσες μούτες, αναίτια χοροπηδητά και μπαλαφαρισμούς έχει υποχρεωθεί να υποστεί ο δυστυχής Έλλην θεατής του Μολιέρου, γίνεται εμφανής η διαφορά της αντιμετώπισης. Ο Βογιατζής γνωρίζει, όπως κι οι εξίσου σημαντικοί ανά τον κόσμο ομότεχνοί του, πως τα συμβάντα και οι καταστάσεις που παρουσιάζονται σε αυτά τα έργα μόνο αστεία δεν είναι: το γέλιο προκύπτει ως αποτέλεσμα, ενώ η παρουσίαση είναι απολύτως δραματική. «Γελάμε με φρικτά πράγματα», συνήθιζε να λέει ο Αντουάν Βιτέζ, αναφερόμενος σε ένα άλλο έργο του συγγραφέα, τις «Κατεργαριές του Σκαπίνου». Πράγματι: διόλου αστείο δεν βρίσκει ο Σωσίας το να βρίσκεται δαρμένος και διωγμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, πεινασμένος και ανίκανος να αποδείξει την αθωότητά του, στερημένος από το ίδιο του το όνομα και το εγώ, αφού Σωσίας είναι πλέον ο Ερμής. Ούτε η κατάσταση του Αμφιτρύωνα εμπεριέχει καμιά ελαφρότητα: η εδώ και μερικές μέρες σύζυγός του εξομολογείται με απόλυτη αθωότητα τη χθεσινοβραδυνή της απιστία με ...αυτόν τον ίδιο, κι αυτός βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει αμέσως μετά το θρίαμβό του στη μάχη, και ετοιμάζεται να διώξει την αγαπημένη του γυναίκα, ενώ εκείνη αγανακτεί δικαίως για τη θανάσιμη προσβολή που δέχεται από τον ίδιο τον άντρα της. Τέλος, σε μια στιγμή άφατου κυνισμού, ακούει τον Δία να του εξηγεί πως θα πρέπει να νιώθει και τυχερός που η γυναίκα του τον απάτησε με εκείνον και θα αποκτήσει διάδοχο θεϊκής καταγωγής. Όπως είπαμε, κάποιες στιγμές το γέλιο προκύπτει. Δεν προκαλείται όμως ποτέ.
Ο Λευτέρης Βογιατζής έχει παλαιόθεν τη φήμη του δύσκολου, του σχεδόν απάνθρωπα απαιτητικού συνεργάτη. Δεν αμφιβάλλω πως είναι σκληρός - με τους άλλους και με τον εαυτό του. Δεν μπορώ όμως να σκεφτώ κανένα άλλο τρόπο να φτάσει κανείς σε ένα αποτέλεσμα τέτοιου βάθους, ακρίβειας και ωριμότητας. Και κάτι ακόμα: ο Βογιατζής δεν διστάζει να αφήσει έδαφος στους συνεργάτες του να λειτουργήσουν με ελευθερία και θάρρος υπέρ του από κοινού επιδιωκόμενου στόχου.
Στον «Αμφιτρύονα», όποιος γνωρίζει τη δουλειά του Δημήτρη Καμαρωτού, διακρίνει αμέσως πόσο ανεξίτηλη είναι η σφραγίδα του στο αποτέλεσμα της παράστασης, όχι τόσο με μουσικά θέματα, όσο με τις διαρκείς ηχητικές παρεμβάσεις του, που αποτελούν σημαντικό και ουσιαστικό κομμάτι της ίδιας της δραματουργίας. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί παλαιότερα και με τον Δημήτρη Παπαιωάννου: ας θυμηθούμε τη «Νύχτα της Κουκουβάγιας» ή το «Τέφρα και Σκιά».
Ο «σκληρός» Λευτέρης Βογιατζής αφήνει την προσωπικότητα των συνεργατών του να λειτουργήσει υπέρ της παράστασης, ενώ άλλοι συνάδελφοί του, που δεν συνοδεύονται από παρόμοια φήμη περί σκληρότητας και συγκεντρωτισμού, ευνουχίζουν οτιδήποτε δεν προέρχεται από τους ίδιους, αφήνοντας το υπερτροφικό τους εγώ να καταπνίξει πολύτιμες λύσεις που θα φώτιζαν σημαντικές πτυχές του έργου, απλά και μόνο για να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία τους. Δεν θα αναφέρω ονόματα, αν και μπαίνω στον πειρασμό...
Μέσα στη γενικευμένη σύγχυση της εποχής, όπου τα κριτήρια έχουν χαθεί και τα λόγια συχνά στερούνται περιεχομένου, ο Βογιατζής έχει χαρακτηριστεί κατά καιρούς πρωτοποριακός. Δεν το πιστεύω - και δεν νομίζω πως κι ο ίδιος θα έβλεπε ποτέ έτσι τον εαυτό του.
Ο Λευτέρης Βογιατζής είναι το Εθνικό Θέατρο που θα θέλαμε να έχουμε, αυτό που μας έλειψε. Αυτή υπήρξε ανέκαθεν η λειτουργία του: μας έφερε σε επαφή με έργα κλασικά τινάζοντας από πάνω τους τη σκόνη και τα κλισέ και δείχνοντάς μας την αξία τους και τους λόγους που μας αφορούν και σήμερα, μας γνώρισε με νεώτερα κείμενα σπουδαίων δημιουργών που ίσως αγνοούσαμε στην Ελλάδα. Συμπορεύτηκε με κορυφαίους ηθοποιούς, μας γνώρισε τους σημαντικότερους νεώτερους, συχνά οι δρόμοι τους χώρισαν, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο. Δεν βγήκα ποτέ όμως από παράστασή του χωρίς να έχω μάθει πράγματα. Για το θέατρο. Για την υποκριτική. Για τον εαυτό μου και για τον κόσμο. Αυτός δεν θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του Εθνικού Θεάτρου;
Θα ήθελα να κλείσω με μια διευκρίνιση: αυτό το κείμενο σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κριτική. Ο «Αμφιτρύων» είναι μια δουλειά τόσο λεπτομερειακή, τόσο χειρουργικής ακρίβειας, που πιστεύω πως για να αποτολμήσει κανείς την αποτίμησή της θα έπρεπε να μελετήσει πολύ, να επενδύσει πολύ χρόνο, κι όχι να εκμεταλλευτεί το χώρο που του παραχωρείται σε ένα έντυπο ή διαδικτυακό μέσο για να εκθέσει - με όλες τις σημασίες της λέξης -απλώς μια άποψη, που όταν στερείται τεκμηρίωσης τελικά στερείται και σημασίας. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν αναφέρθηκα εκτενώς στην πάντοτε σοφά ελάχιστη σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη, στις σπουδαίες ερμηνείες από το Δημήτρη Ήμελλο, που επιβεβαιώνει και πάλι τη μεγάλη του στόφα, την Αμαλία Μουτούση, που θριαμβεύει έξω από τα εδάφη που την έχουμε συνηθίσει, τον Γιώργο Γάλλο που με κάθε του βήμα φτάνει και πιο μακριά, στο σπουδαίο αποτέλεσμα που πέτυχαν όλοι, όλοι ανεξαιρέτως οι συντελεστές, που δεν αναφέρονται εδώ ένας- ένας όχι γιατί υστέρησαν - υπήρξαν όλοι άψογοι - αλλά καθαρά για λόγους οικονομίας.
Ο σκοπός αυτού του κειμένου είναι απλώς να πληροφορήσει, να δώσει υλικό για σκέψη και - κυρίως - να σας προτρέψει να μη χάσετε αυτή τη σπουδαία στιγμή του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, να επιδιώξετε να τη συναντήσετε σε κάποια από τις στάσεις της μετά την Επίδαυρο πορείας της.
Γιώργος Βουρδικλάρης