Οι δικηγόροι όλης της χώρας συνεχίζουν την αποχή τους έως της ερχόμενη Τρίτη, 17 Ιανουαρίου, σύμφωνα με σημερινή ομόφωνη απόφαση των προέδρων της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, η οποία συνήλθε στην Αθήνα.
Την ερχόμενη Τρίτη, θα συνέλθει η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων για να επανεκτιμήσει την κατάσταση και να αποφασίσει για την παράταση ή μη της αποχής.
Οι δικηγόροι απέχουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας από τα καθήκοντά τους για:
1) Το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης,
2) Το περαιτέρω «άνοιγμα» των δικηγορικών εταιρειών,
3) Τις νέες φορολογικές ρυθμίσεις και
4) Την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Ειδικότερα, ο δικηγορικός κόσμος εκφράζει την έντονη αντίθεσή του στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο αντιμετωπίζει το ζήτημα της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης με τρόπο «λογιστικό». Παράλληλα, οι δικηγόροι θεωρούν ότι το πολυνομοσχέδιο καταργεί δίκες παραγράφοντας αδικήματα και υποθέσεις και αυξάνοντας τα όρια άσκησης ένδικων μέσων, κατά τρόπο που ουσιαστικά τα καταργεί.
Η Ολομέλεια των Προέδρων θεωρεί επίσης ότι το πολυνομοσχέδιο θεσπίζει επίσης πρωτοφανείς οικονομικές επιβαρύνσεις (όπως είναι η καθιέρωση τόκων επιδικίας)- προβληματικές και ασύμβατες με το δικαιϊκό μας σύστημα και το μέχρι σήμερα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο. Επίσης ότι εισάγει νέα αυξημένα παράβολα υπέρ του Δημοσίου σε όλες τις εκφάνσεις της διαδικασίας (πολιτικής, ποινικής και διοικητικής), αποτρέποντας στην πραγματικότητα τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, που αποτελεί τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά δικαιώματα και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».
Το πολυνομοσχέδιο- το οποίο κινείται «στη γνωστή μνημονική λογική» ενώ «δήθεν επιχειρεί να λύσει» το πρόβλημα της βραδύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης- παραγνωρίζει ότι αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα η έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικών υποδομών, προσθέτει η Ολομέλεια.
Αναφορικά με τη λεγόμενη απελευθέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος και ειδικά σχετικά με το «άνοιγμα» των δικηγορικών εταιρειών, η Ολομέλεια στη σχετική ανακοίνωσή της, υπογραμμίζει ότι «για ακόμα μία φορά ο δικηγορικός κλάδος στοχοποιείται αναίτια ως δήθεν προνομιούχος και προωθούνται ρυθμίσεις "έξωθεν" επιβαλλόμενες και πλήρως ασύμβατες με τη φύση του δικηγορικού λειτουργήματος».
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται το «άνοιγμα» των δικηγορικών εταιρειών, σύμφωνα πάντα με την Ολομέλεια, «ενθαρρύνει τη διαμόρφωση ανισοτήτων αποκλειστικά και μόνο υπέρ των ολίγων και οικονομικά ισχυρών δικηγορικών γραφείων, σε βάρος συναδέλφων- κυρίως νεοεισερχόμενων στο χώρο- κατά τρόπο που θα ισοδυναμεί με πλήρη και απαράδεκτη υπαλληλοποίησή τους, ενεργώντας εντέλει προς την κατεύθυνση της αποτροπής της απελευθέρωσης και του περιορισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού, προς όφελος συμφερόντων πολυεθνικών εταιριών».
Πέραν όλων αυτών, η δικηγορική κοινότητα της χώρας «εκφράζει την έντονη θεσμική ανησυχία της για την αιφνιδιαστική και εν κρυπτώ προώθηση της ψήφισης νέων φορολογικών διατάξεων, επαναλαμβάνουν, «την εντονότατη αντίθεσή τους προς τις ήδη επελθούσες αυξήσεις των καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών» και καλούν το αρμόδιο υπουργείο να μελετήσει την επιχειρηματολογία τους και να αποσύρει, έστω και την ύστατη στιγμή, τις επίμαχες ρυθμίσεις, «ως ελάχιστη έμπρακτη ένδειξη σεβασμού όχι μόνο προς το δικηγορικό κλάδο, αλλά κυρίως προς τους θεσμούς και τη συνταγματική νομιμότητα, οι οποίοι υπονομεύονται από την απαξίωση κάθε έννοιας διαλόγου σε θεσμικό επίπεδο και την παράλληλη ύπαρξη προειλημμένων αποφάσεων και πρόθεσης επιβολής ρυθμίσεων αποκλειστικά και μόνο εξωθεσμικής σύλληψης και προέλευσης».
Την ερχόμενη Τρίτη, θα συνέλθει η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων για να επανεκτιμήσει την κατάσταση και να αποφασίσει για την παράταση ή μη της αποχής.
Οι δικηγόροι απέχουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας από τα καθήκοντά τους για:
1) Το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης,
2) Το περαιτέρω «άνοιγμα» των δικηγορικών εταιρειών,
3) Τις νέες φορολογικές ρυθμίσεις και
4) Την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Ειδικότερα, ο δικηγορικός κόσμος εκφράζει την έντονη αντίθεσή του στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο αντιμετωπίζει το ζήτημα της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης με τρόπο «λογιστικό». Παράλληλα, οι δικηγόροι θεωρούν ότι το πολυνομοσχέδιο καταργεί δίκες παραγράφοντας αδικήματα και υποθέσεις και αυξάνοντας τα όρια άσκησης ένδικων μέσων, κατά τρόπο που ουσιαστικά τα καταργεί.
Η Ολομέλεια των Προέδρων θεωρεί επίσης ότι το πολυνομοσχέδιο θεσπίζει επίσης πρωτοφανείς οικονομικές επιβαρύνσεις (όπως είναι η καθιέρωση τόκων επιδικίας)- προβληματικές και ασύμβατες με το δικαιϊκό μας σύστημα και το μέχρι σήμερα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο. Επίσης ότι εισάγει νέα αυξημένα παράβολα υπέρ του Δημοσίου σε όλες τις εκφάνσεις της διαδικασίας (πολιτικής, ποινικής και διοικητικής), αποτρέποντας στην πραγματικότητα τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, που αποτελεί τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά δικαιώματα και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».
Το πολυνομοσχέδιο- το οποίο κινείται «στη γνωστή μνημονική λογική» ενώ «δήθεν επιχειρεί να λύσει» το πρόβλημα της βραδύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης- παραγνωρίζει ότι αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα η έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικών υποδομών, προσθέτει η Ολομέλεια.
Αναφορικά με τη λεγόμενη απελευθέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος και ειδικά σχετικά με το «άνοιγμα» των δικηγορικών εταιρειών, η Ολομέλεια στη σχετική ανακοίνωσή της, υπογραμμίζει ότι «για ακόμα μία φορά ο δικηγορικός κλάδος στοχοποιείται αναίτια ως δήθεν προνομιούχος και προωθούνται ρυθμίσεις "έξωθεν" επιβαλλόμενες και πλήρως ασύμβατες με τη φύση του δικηγορικού λειτουργήματος».
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται το «άνοιγμα» των δικηγορικών εταιρειών, σύμφωνα πάντα με την Ολομέλεια, «ενθαρρύνει τη διαμόρφωση ανισοτήτων αποκλειστικά και μόνο υπέρ των ολίγων και οικονομικά ισχυρών δικηγορικών γραφείων, σε βάρος συναδέλφων- κυρίως νεοεισερχόμενων στο χώρο- κατά τρόπο που θα ισοδυναμεί με πλήρη και απαράδεκτη υπαλληλοποίησή τους, ενεργώντας εντέλει προς την κατεύθυνση της αποτροπής της απελευθέρωσης και του περιορισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού, προς όφελος συμφερόντων πολυεθνικών εταιριών».
Πέραν όλων αυτών, η δικηγορική κοινότητα της χώρας «εκφράζει την έντονη θεσμική ανησυχία της για την αιφνιδιαστική και εν κρυπτώ προώθηση της ψήφισης νέων φορολογικών διατάξεων, επαναλαμβάνουν, «την εντονότατη αντίθεσή τους προς τις ήδη επελθούσες αυξήσεις των καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών» και καλούν το αρμόδιο υπουργείο να μελετήσει την επιχειρηματολογία τους και να αποσύρει, έστω και την ύστατη στιγμή, τις επίμαχες ρυθμίσεις, «ως ελάχιστη έμπρακτη ένδειξη σεβασμού όχι μόνο προς το δικηγορικό κλάδο, αλλά κυρίως προς τους θεσμούς και τη συνταγματική νομιμότητα, οι οποίοι υπονομεύονται από την απαξίωση κάθε έννοιας διαλόγου σε θεσμικό επίπεδο και την παράλληλη ύπαρξη προειλημμένων αποφάσεων και πρόθεσης επιβολής ρυθμίσεων αποκλειστικά και μόνο εξωθεσμικής σύλληψης και προέλευσης».