Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας θεωρεί αναγκαίο να υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική πλευρά αποδέχεται, κατ' αρχήν, την ανάγκη για μείωση του ύψους των αποζημιώσεων, που είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, αλλά θέτει ως «κόκκινη γραμμή» την εξαίρεση των παλαιότερων εργαζομένων.
Τα στελέχη του υπουργείου εκτιμούν ότι, αν γίνει δεκτή στην παρούσα φάση η απαίτηση της τρόικας για δραστική μείωση των αποζημιώσεων, που θα αφορά όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους, θα προκαλέσει εκτίναξη της ήδη υψηλής ανεργίας, εφόσον η αγορά εργασίας θα στραφεί προς την αντικατάσταση των παλαιών «ακριβών» εργαζομένων με νέους «φθηνότερους» εργαζόμενους.
Η εξέλιξη αυτή, θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τα κρατικά έσοδα και τη βιωσιμότητα των Ταμείων, εξαιτίας της μεγάλης απώλειας φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και της αύξησης των επιδομάτων ανεργίας.
Για τους εργαζόμενους που θα προσληφθούν μετά την ψήφιση του νόμου που θα επικυρώνει τη νέα συμφωνία, θα προβλέπονται, σύμφωνα με τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς, αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων θα κινείται πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σκληρότερη είναι η μάχη που καλείται να δώσει ο υπουργός Εργασίας στο θέμα της διατήρησης των τριετιών. Οι εκπρόσωποι των δανειστών επιμένουν στις θέσεις τους και θεωρούν ότι το θέμα έχει νομοθετηθεί από το 2ο Μνημόνιο και, κατά συνέπεια, έχει κλείσει, η δε επαναφορά του θέματος συνιστά στην ουσία αναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης.
Τα στελέχη του υπουργείου Εργασίας, πάντως, εκφράζουν την αισιοδοξία τους, ότι θα υπάρξει τελικά συμφωνία χωρίς να επέλθει απορρύθμιση στην αγορά εργασίας.
πηγη: ΑΠΕ-ΜΠΕ