(Με αφορμή την απώλεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου)
Του Μανώλη Κοττάκη
Βίωσα την απώλεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου ως ένα απρόσμενο χτύπημα στα τόσα που δέχεται η υπερηφάνεια μας τελευταία.
«Δεν ξέρουμε που δεν ξέρουμε από που μας έρχονται καθημερινά οι σφαλιάρες, η ατμόσφαιρα στη χώρα μυρίζει εθνική κατάθλιψη, είναι ανάγκη να χάνουμε αναπάντεχα και εκείνους που διαφημίζουν την Ελλάδα στο εξωτερικό ?» μου έλεγε τις προάλλες ένας φίλος. Και είχε δίκιο.
Πιο συντριπτικό όμως περισσότερο και από από το αίσθημα της απώλειας ήταν ότι, την στιγμή που το άψυχο σώμα του σκηνοθέτη βρισκόταν στο νεκροτομείο, πρόλαβαν και ακούστηκαν φωνές - ακόμη και από Βουλευτή του κοινοβουλίου μας - που αμφισβητούσαν την προσφορά του στην πατρίδα.
Αντιλαμβάνομαι βεβαίως ότι και στις μέρες μας ισχύει αυτό που είπε το 1910 για εμάς τους Έλληνες ο πρίγκιπας Νικόλαος ότι «δεν σεβόμαστε τον ανώτερο μας και δεν αναγνωρίζουμε τον καλύτερο μας» ωστόσο όλα έχουν ένα όριο.
Διότι αν δεν καταλαβαίνεις τι χάνεις δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να το αναπληρώσεις.
Ο Βουλευτή του ΛΑΟΣ Ηλίας Πολατίδης υποστήριξε ότι ο Αγγελόπουλος δεν εκφράζει την σύγχρονη οπτική της χώρας επειδή με τις ταινίες του υπηρέτησε την κοσμοαντίληψη της αριστεράς. Την άποψη ότι δεν υπάρχουν σύνορα.
Πράγματι στην τέχνη δεν υπάρχουν σύνορα. Ο δημιουργός για να επιτύχει υποχρεούται να μην δεσμεύει την σκέψη του. Το μέτρο της επιτυχίας του Ελληνισμού- αν θέλει ο Βουλευτής να αξιολογήσουμε το έργο του Αγγελόπουλου με εθνοκεντρικά κριτήρια - ήταν πάντοτε πόσο μακριά πήγαινε η σκέψη μας.
Ο Ελληνισμός μεγαλούργησε μέσα στους αιώνες μόνον όσες φορές υπήρξε οικουμενικός. Οι ιδέες της ελευθερίας και της Δημοκρατίας μεταδόθηκαν στην Ευρώπη και διέσχισαν τον Ατλαντικό επειδή η δύναμη τους και η ακτινοβολία τους υπερέβαινε τα σύνορα και ακουμπούσαν στις ψυχές των ανθρώπων, ανεξαρτήτως γλώσσας, φυλής, θρησκεύματος ή καταγωγής.
Κάθε φορά λοιπόν που ένας Κινέζος, ένας Κορεάτης, ένας Ιάπωνας , ένας Σκανδιναβός ομολογεί συγκινημένος ότι αναγνωρίζει τον εαυτό του σε μια ταινία του Αγγελόπουλου που γυρίστηκε στην Φλώρινα, στην Θεσσαλονίκη, οπουδήποτε στην Ελλάδα- και αυτό συνέβη πολλές φορές όπως ο ίδιος αποκάλυψε σε μια συνέντευξη του στην ΕΤ1- αυτό σημαίνει ότι οι εικόνες του , οι σκέψεις του, οι προσεγγίσεις του γίνονταν από εκείνη ακριβώς την στιγμή οικουμενικές. Ότι μαζί με το όνομα του σκηνοθέτη ταξίδευε και το όνομα της πατρίδας μας στην οικουμένη.
Ο,τι όπως έγραψε κάποτε η Λίνα Νικολακοπούλου, «Ελλάδα είναι το βλέμμα μας, ο τρόπος που κοιτάζουμε τον κόσμο».
Αντιλαμβάνομαι βεβαίως ότι οι ταινίες του Αγγελόπουλου μπορεί να μην μας αρέσουν επειδή δεν τις καταλαβαίνουμε. Ή επειδή είναι αργές, λες και εμείς ήμαστε ευέλικτο έθνος.
Ας μην υποβιβάζουμε όμως με τόση ευκολία ό,τι δεν καταλαβαίνουμε! Ούτε βέβαια πρέπει να πολεμάμε ό,τι δεν βρίσκεται στο επίπεδο μας. Η τέχνη άλλωστε βρίσκεται καμιά φορά μπροστά από την εποχή της.