Παρά το «όχι» του Ντέιβιντ Κάμερον για αλλαγή των ευρωπαϊκών συνθηκών, ίσως το Λονδίνο αναγκαστεί να πει «ναι» στη συμβολή κονδυλίων για το μηχανισμό ευρω-διάσωσης 200 δισ. ευρώ που οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν να δοθούν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα 17 κράτη μέλη της Ευρωζώνης έχει συμφωνηθεί να δώσουν τα 150 δισ. ευρώ ενώ τα υπόλοιπα 50 δισ. θα προέλθουν από χώρες της Ε.Ε. που δεν ανήκουν, όμως, στο κοινό νόμισμα. Ήδη Ελβετία και Δανία προετοιμάζονται, μέσω των κεντρικών τους τραπεζών, να δώσουν δάνεια προς το ΔΝΤ και, όπως αναφέρει σε δημοσίευμα της η Telegraph, αργά ή γρήγορα η Τράπεζα της Αγγλίας θα κληθεί να πράξει το ίδιο.
Κριτική στη στάση του Ντέιβιντ Κάμερον ασκεί ο υποψήφιος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, με δηλώσεις του στη γερμανική Bild.
«Έχω τις αμφιβολίες μου για το αν η Μεγάλη Βρετανία θα παραμείνει μακροπρόθεσμα εντός της Ε.Ε.», σημειώνει ο Σουλτς και προσθέτει: «Η Μ. Βρετανία είναι τόσο απομονωμένη, όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Ο Βρετανός πρωθυπουργός έβαλε ένα μεγάλο αυτογκόλ, οι ευρωσκεπτικιστές στη χώρα του θα ασκήσουν πιέσεις να αποχωρήσει εντελώς από την Ένωση. Η Ε.Ε, εν ανάγκη μπορεί να ζήσει χωρίς τη Μ. Βρετανία, η χώρα όμως θα αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα χωρίς την Ε.Ε.».
Την ίδια ώρα το Βερολίνο δεν έχει ακόμη αποφασίσει το ύψος της συνεισφοράς του στο ευρωπαϊκό πακέτο δανείων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που θα χορηγηθούν προκειμένου να ενισχυθούν οι πόροι του Οργανισμού, μεταδίδει το πρακτορείο Reuters.
«Οι συνομιλίες μεταξύ της Bundesbank και της κυβέρνησης συνεχίζονται. Συγκεκριμένα ποσά δεν έχουν ακόμη καθοριστεί», δήλωσε στο Reuters αξιωματούχος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας.
Οι ηγέτες της Ε.Ε. συμφώνησαν στη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες ότι θα επιβεβαιώσουν εντός των προσεχών ημερών την πρόθεση τους να προσφέρουν επιπλέον 200 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ με τη μορφή διμερών δανείων, προκειμένου το ΔΝΤ να έχει επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας δήλωσε άγνοια για το ποσό στο οποίο θα ανέλθει η συμμετοχή της χώρας του, η απόφαση για το ύψος της οποίας αναμένεται να ληφθεί, σύμφωνα με αξιωματούχους, την επόμενη εβδομάδα.