Μια από τις αυθεντικότερες και θεατρικότερες φυσιογνωμίες της ροκ, ο Θεός του Πυρός της Κολάσεως, κατά κόσμον Άρθουρ Μπράουν, επιστρέφει μετά από καιρό στην Αθήνα για μια εμφάνιση στο Gagarin 205, την Παρασκευή 9 Μαρτίου. Η συνέντευξη-συνομιλία του με τον Γιώργο Βουδικλάρη παρουσιάζει τη συναρπαστική πορεία αυτού του ασυνήθιστου ανθρώπου.
Είναι χαρά μου που μιλώ μαζί σας! Θα ήθελα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πότε πρωτομπήκε στη ζωή σας η μουσική;
Όταν ήμουν πολύ μικρός. Ο αδελφός μου κι εγώ τραγουδούσαμε μαζί ντουέτα μέχρι που άρχισε η φωνή του να «σπάει», κι ο πατέρας μου έπαιζε τζαζ πιάνο, ήταν αυτοδίδακτος. Κι η μητέρα μου είχε πολύ ωραία φωνή. Και βέβαια εκείνη την εποχή, όταν πήγαινες στο σχολείο, το πρώτο πράγμα που έκανες ήταν να ψάλλεις ύμνους κάθε πρωί. (Γέλια). Η μουσική λοιπόν ήταν παντού, και με μαθήματα μουσικής. Υπήρχαν πανηγύρια όπου έρχονταν οι άνθρωποι του τσίρκου, άνθρωποι από διαφορετικά μέρη του κόσμου που έπαιζαν παράξενη μουσική... Αυτό ήταν το ξεκίνημα. Αργότερα ήρθε η διάθεση να το κάνω επάγγελμα, κι αυτό συνέβη μετά από τη ζωντανή εμπειρία μιας συναυλίας όπου είχα πάει, ήταν ένα παραδοσιακό συγκρότημα τζαζ. Εκεί άφησα πίσω το σώμα μου κι όλους τις φυσιολογικούς περιορισμούς του μυαλού κι όλα τα άλλα, κι όταν επέστρεψα είπα: αυτό θέλω να κάνω! Και το έκανα!
Ένα από τα πράγματα που μου έκαναν αμέσως εντύπωση είναι πως έχετε σπουδάσει πολλά και διαφορετικά πράγματα στη ζωή σας.
Ναι. Έχω ένα μυαλό σε εγρήγορση, και του αρέσει να το κάνει αυτό. Το αφήνω λοιπόν να ασχολείται με πράγματα κάθε είδους. Στην πραγματικότητα, τα πάντα με ενδιαφέρουν! Όποτε λοιπόν προσεγγίζω ένα χώρο, προσπαθώ να μάθω κάτι γι αυτόν. Νομίζω πως υπήρξατε ένας από τους πρώτους ανθρώπους σε αυτό που ονομάζουμε ροκ μουσική, που είχε κάνει σπουδές θεάτρου πριν ανέβει στη σκηνή. Δεν έκανα συμβατικές θεατρικές σπουδές, αν και ήδη από το σχολείο είχαμε προσεγγίσει το σύγχρονο θέατρο, και βέβαια όλο το Σαίξπηρ. Κάτι που θυμάμαι ιδιαιτέρως είναι ένα θεατρικό έργο του Τ.Σ. Έλιοτ, το «Φονικό στην εκκλησία», όπου συνέβαινε ένας φόνος. Κι ενώ όλοι οι φωτισμοί ήταν κανονικοί, όταν έγινε ο φόνος στην εκκλησία, όλα τα φώτα κι οι σκιές έγιναν κόκκινα. Και σκέφτηκα: «Α! Για δες!». Το θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα. Είπα: Να που μπορείς να αλλάξεις εντελώς την πρόσληψη των ανθρώπων και με οπτικά μέσα εκτός από την πλοκή. Κι αυτό είχε μεγάλη επιρροή πάνω μου όταν μπήκα στη μουσική.
Και περάσατε κι ένα διάστημα στο Παρίσι τότε;
Αααα ναι, (γέλια), ήταν υπέροχα! Μου άνοιξε πολύ το μυαλό, εξουδετέρωσε μεγάλο μέρος της παιδείας μου από την οικογένεια και το σχολείο, και μου επέτρεψε να ξεσαλώσω όσο ήθελα! Τριγύρισα στη Μονμάρτη, τη συνοικία των καλλιτεχνών, που τότε ήταν ακόμη πολύ έξαλλη, και πέρασα καταπληκτικά. Και ήρθαμε σε επαφή και με το καινούριο θέατρο που τότε ξεσπούσε... Κι επειδή ήμασταν εκεί με κρατική υποτροφία, γνωρίσαμε τον Ζωρζ Πομπιντού, τον Σαλβαδόρ Νταλί… Γνωρίσαμε και πολλούς νεαρούς μπήτνικς... Θυμάμαι πολλές συζητήσεις για το βουδισμό... Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ πιο ανοιχτή και περιπετειώδης...
Και λίγο αργότερα, πριν ακόμα ηχογραφήσετε το πρώτο σας άλμπουμ, έχετε ήδη δημιουργήσει την περσόνα σας, έχετε οργανώσει τη σκηνική σας παρουσία. Νομίζω πως αυτό έγινε για πρώτη φορά αρκετό καιρό πριν ο David Bowie δημιουργήσει τον Major Tom...
Ναι, πράγματι.
Πείτε μου, πώς σας ήρθε αυτό;
Ξέρετε, στη δική μου ζωή, μετά από την «κανονική» μου παιδεία, άρχισα να ανακαλύπτω το πνεύμα, την ψυχή. Κι όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο, μελέτησα τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους και το πώς αντιμετώπιζαν όσα μελετά η επιστήμη με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Και τότε σκέφτηκα: θα κάνω ένα άλμπουμ για το εσωτερικό μου ταξίδι. Και συνειδητοποίησα πως αν πρόκειται να το κάνω, ο μόνος τρόπος να γίνει κατανοητό είναι αν του βάλω χαρακτήρες, ρόλους. Όσο λοιπόν αυτό το πρόσωπο έκανε το ταξίδι του, συναντούσε διάφορους χαρακτήρες, και βέβαια το ταξίδι του περνά μέσα από τη φωτιά. Κι η φωτιά έχει πολλές διαφορετικές πλευρές μέσα στην ιστορία μου. Αν είσαι ένας άνθρωπος που εμπλέκεται με τα πράγματα του κόσμου και την εγωιστική σου φύση και απληστία, τότε αυτό εκδηλώνεται με το πυρ της κόλασης. Κι αν η προσκόλλησή σου στον πλούτο δεν είναι υγιής, τότε είναι το πυρ της κόλασης που θα το αντιμετωπίσει αυτό. Υπήρχε όμως και φωτιά που ήταν η επιβεβαίωση του πνεύματος και της ομορφιάς και της αλήθειας, κι αυτός ήταν ένας άλλος χαρακτήρας. Αυτό είναι λοιπόν το άλμπουμ στην πραγματικότητα. Πριν λίγο καιρό μιλούσα με τον Γιαν Φαμπρ, το σκηνοθέτη και χορογράφο, που πρόσφατα παρουσίασε ένα θέαμα βασισμένο στο μύθο του Προμηθέα, και μου έλεγε, μια και μιλάμε για τη φωτιά, πως το μόνο πράγμα που απαγορεύεται στις γκαλερί, τα θέατρα και μουσεία, είναι η χρήση φωτιάς! (Γελάει).
Κι όμως αυτό είναι κάτι που εσείς έχετε κάνει κατά κόρον, και με το οποίο είχατε και πολλά ατυχήματα!
(Γέλια). Ναι, πράγματι!
Είναι λοιπόν αναπόφευκτο να σας ρωτήσω για τη χρήση της φωτιάς...
(Πολλά γέλια!). Λοιπόν, η ιδέα του να έχω τη φωτιά επί σκηνής, μου ήρθε όταν, την εποχή που ήμουν στο Παρίσι, κάποιος άφησε ένα στέμμα που είχε πάνω του κεριά έξω από την πόρτα μου. Εγώ αποφάσισα να το φορέσω στη σκηνή, και είδα πως έκανε τεράστια εντύπωση στο κοινό. Όταν λοιπόν ολοκλήρωσα την ιστορία μου, επειδή αυτή είχε να κάνει με τη φωτιά, θέλησα να χρησιμοποιήσω μια άλλη εκδοχή του στέμματος με τα κεριά. Υπήρχε τότε ένας καλλιτέχνης που ζούσε στην ίδια, ας πούμε, κοινότητα με μένα, το συζητήσαμε, και προέκυψε η κάσκα που ήταν γεμάτη βενζίνη. (Γέλια). Κι η τελευταία της εκδοχή μπορεί να εκτοξεύσει φλόγες σε ύψος σχεδόν δύο μέτρων! Η φλόγα είναι σχεδόν τόσο ψηλή όσο κι εγώ!
Ωχ!
Ξέρετε όμως, τον παλιό καιρό, επειδή πειραματιζόμασταν, η κάσκα πότε παλαντζάριζε, πότε έπεφτε, πότε χυνόταν η βενζίνη πάνω μου και με έκαιγε ή έκαιγε τα ρούχα μου, καμιά φορά έκαιγε και τη σκηνή... Αλλά με τα χρόνια βρίσκεις ένα τρόπο να τη μεταχειρίζεσαι με ασφάλεια. Μόλις το κάναμε στο Queen Elizabeth Hall σε μια συναυλία με τον Ρέι Ντέιβις κι όλα πήγαν καλά! Και μιλάμε για γιγάντιες φλόγες! Αλλά τον παλιό καιρό, (γέλια), ξέρετε, απλά το έκανες κι ο κόσμος έλεγε «Ουάου!». Τώρα πρέπει να έχεις μαζί σου άφλεκτα υλικά και σύστημα πυρόσβεσης κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο... παραμένει πάντως επικίνδυνο πράγμα. Είναι σαν τον ακροβάτη στο τσίρκο. Κάνεις ό,τι μπορείς πάντως για να μη συμβεί καμιά καταστροφή.
Κάτι πάντως που μου κάνει εντύπωση – και δεν το λέω τόσο για τη φωτιά – είναι πως από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα μου φαίνεται πως γινόμαστε όλο και πιο συντηρητικοί. Εσείς που έχετε ζήσει και τότε και τώρα, τι πιστεύετε; Είναι έτσι;
Υπήρξε μια περίοδος που όλη αυτή η ελευθερία της σκέψης και η εξερεύνηση της συνείδησης μέσω της διαθεσιμότητας των ναρκωτικών, αλλά και της διαθεσιμότητας της πληροφόρησης για το συνειδητό και το ανθρώπινο μυαλό, όλα αυτά ήταν καινούρια για το ευρύ κοινό. Αυτή ήταν στην πραγματικότητα η δεκαετία του ’60. Ήταν επίσης μια περίοδος όπου η βιομηχανία χτίστηκε γύρω από όλα αυτά, κι έτσι κάποια πράγματα που κανονικά θα αφορούσαν μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων, έγιναν σχεδόν το κύριο ρεύμα, το σύνηθες. Όλα τα συγκροτήματα εξερευνούσαν. Όλα τα συγκροτήματα ήταν συναρπαστικά. Σήμερα τα πράγματα δεν είναι έτσι, ειδικά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Υπάρχουν όλα αυτά τα talent shows τύπου Pop Idol, και βέβαια που και που ακόμα κι από κει προκύπτει κάτι όμορφο, αλλά γενικά είναι κάτι εντελώς προκατασκευασμένο. Η διαφορά όμως ανάμεσα στη δική μας εποχή και σε αυτή, είναι πως υπάρχει το ίντερνετ, κι εκεί συμβαίνουν εκπληκτικοί πειραματισμοί. Και νομίζω πως παρόλο που οι καιροί μοιάζουν πιο συντηρητικοί, αυτό ισχύει κυρίως σε ότι αφορά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν όμως ψάξουμε το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, υπάρχει πολύς πειραματισμός, σε απίστετη ποσότητα, και πολύ όμορφα πράγματα. Απλώς λοιπόν το ενδιαφέρον των ΜΜΕ έχει μετατοπιστεί, και το χρήμα έχει πάει στο ποδόσφαιρο, και ενίοτα και σε κ’αποιο μεγ΄σαλο σταρ. Αλλά δεν νομίζω πως τώρα υπάρχει λιγότερη εφευρετικότητα. Σίγουρα η οικογένεια έχει αλλάξει, γιατί παλιά υπήρχε τουλάιστον συζήτηση, ενώ τώρα ο καθένας κάθεται μόνος του και στέλνει SMS. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος. Νομίζω πως όποια καινούρια τεχνολογία κι αν εμφανίζεται, βρίσκουμε τον τρόπο να την κάνουμε δημιουργική, κι ανοίγει καινούριες πόρτες. Αυτή λοιπόν είναι η γνώμη μου.
Μια λοιπόν που μιλάμε για πειραματισμούς, μετά το The Crazy World of Arthur Brown, που υπήρξε πολύ επιτυχημένο και εμπορικά, ήρθαν οι Kingdom Come, που για μένα ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σχήμα, όχι εξίσου εμπορικά επιτυχές, αλλά που όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεται εκ νέου.
Ναι, είναι αλήθεια. Ήταν ένας αληθινός πειραματισμός. Γιατί το σχήμα το ίδιο ήταν σαν ένα κομμάτι performance art. Πειραματιστήκαμε με το να ζούμε όλοι μαζί, πειραματιστήκαμε με το να μην έχουμε τη συνήθη επιχειρηματική δομή, άρα ήμασταν εν πολλοίς καταδικασμένοι να μην έχουμε εμπορική επιτυχία. Κάναμε όμως την προσπάθειά μας. Για μένα υπήρξε μέρος αυτού του διαρκούς εσωτερικού ταξιδιού. Δεν δεσμευόμασταν από κανέναν από τους συνήθεις κανόνες που συνήθως δένουν τους ανθρώπους. Απλά κάναμε αυτό που θέλαμε. Κι ενώ ξεκινήσαμε από ένα βαρύ συγκρότημα με συνθεσάιζερς και θεατρικά κοστούμια, καταλήξαμε με κάποιες προβολές οπτικών γεωμετρικών σχημάτων ή και κλασικών πινάκων ζωγραφικής και τη χρήση drum machine, καταργώντας τον ντράμερ κι αλλάζοντας την ίδια τη βάση κάθε συγκροτήματος ως τότε. Ήταν αρκετά περιπετειώδες!
Ναι, όντως υπήρξατε από τους πρώτους που το έκαναν αυτό.Ναι, έτσι νομίζω. Θυμάμαι πως είχα επίσης τα μισά μου μαλλιά μακριά και τα άλλα μισά ξυρισμένα, και ξυρισμένη τη μισή μόνο γενειάδα, κι αργότερα, όταν μπήκαν τα ηλεκτρονικά στη μουσική, έγιναν κι αυτά μόδα. Υπήρχαν κάπου στον αέρα όλα αυτά τα πράγματα.
Και μετά τους Kingdom Come τριγυρίσατε αρκετά...δοκιμάσατε πολλά διαφορετικά πράγματα, ζήσατε σε διαφορετικές χώρες, και κάνατε κι άλλες σπουδές.
Ήταν και πάλι μέρος αυτού του εσωτερικού μου ταξιδιού. Σκόπευα να πάω στην Ινδία για να βρεθώ με γκουρού, κατέληξα στη Μέση Ανατολή όπου γνώρισα το σουφισμό και σπούδασα τη μέθοδο του Γκουρντζίεφ σε ένα από τα κέντρα τους – δεν θα το έλεγα μοναστήρι γιατί συνυπήρχαν και τα δύο φύλα, και μάλιστα ήταν πολύ ανοιχτοί σεξουαλικά τότε – κι εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου, και πήγαμε στο Τέξας κι εκεί κάναμε οικογένεια. Και τότε αποφάσισα πως δεν θέλω να κάνω πολλές περιοδείες, αλλά προτιμώ να περνώ πιο πολύ χρόνο με την οικογένειά μου. Κι αυτό έκανα. Έγινα ξυλουργός, ελαιοχρωματιστής και δάσκαλος, και τελικά σύμβουλος επιχειρήσεων, πήρα το μάστερ μου σε αυτό τον τομέα. Και τελικά τα συνδύασα όλα αυτά κι έκανα μουσικοθεραπεία! Όλα προέκυψαν από αυτή την εσωτερική μετακίνηση. Για μένα η μουσική μου υπήρξε πάντα έκφραση του τι συνέβαινε στον εσωτερικό μου κόσμο.
Και τα τελευταία χρόνια, όταν επιστρέψατε στην Ευρώπη; Πρώτα στην Αγγλία. Ζείτε ακόμα εκεί;
Αυτό αλλάζει συνεχώς τώρα. Για να δω... Πριν τέσσερα χρόνια ήμουν διασκορπισμένος ανάμεσα στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Αγγλία και το Τέξας, και τώρα ζω στη Γερμανία εδώ και τρεις μήνες, αλλά θα επιστρέψω στην Αγγλία, κι εκεί θα είναι η βάση μου εν πολλοίς, γιατί έχω εκεί τους Crazy World, και με αυτούς θα έρθω στην Ελλάδα, και μετά θα ηχογραφήσουμε. Αλλά δεν ξέρω πού θα ζω μετά! Έχω ένα γιουρτ στην Αγγλία, ένα ωραίο, μεγάλο μογγολικό γιουρτ! (Σ.Σ.: Είδος αντίσκηνου-παράγκας που χρησιμοποιούν οι νομάδες της κεντρικής Ασίας!) Όποτε είμαι εκεί λοιπόν, εκεί μένω!
Άρα λοιπόν οι επόμενες περιπέτειες δεν έχουν σχεδιαστεί ακόμη!
Όχι, όχι! (Γέλια). Έχω κάποιες ιδέες, ωραίες και δημιουργικές, αλλά πού θα εκδηλωθούν, δεν το ξέρω ακόμα. Αφήνω λοιπόν τον εαυτό μου ανοιχτό όσο μπορώ, κι ανταποκρίνομαι σε αυτό που προκύπτει.
Κάθε φορά που είχαμε τη χαρά να σας δούμε στη σκηνή, ήταν πάντα μια εμπειρία. Τι να περιμένουμε αυτή τη φορά;
(Σαρδόνιο γέλιο!) Εεε... να περιμένετε το αναπάντεχο! Θα είμαστε αρκετά θεατρικοί. Είναι ένα νεανικό συγκρότημα, άρα να περιμένετε ρυθμούς και προσεγγίσεις που δεν είναι από τους αρχικούς Crazy World, αλλά θα παίξουμε αρκετό από αυτό το υλικό, αλλά θα προχωρήσουμε και σε υλικό από όλη την περίοδο των Kingdom Come.
Αυτό ακούγεται υπέροχο. Α, και κάτι ακόμα! Τη δεκαετία του ’60 είχατε κάνει μία και μοναδική μουσική επένδυση για μια ταινία, που δεν αναφέρεται πάντα στη δισκογραφία σας: το The Game is Over του Ροζέ Βαντίμ, με τη Τζέιν Φόντα. Αυτό πώς προέκυψε;
(Γέλια). Α ναι! Ήταν την εποχή που ήμουν στο Παρίσι. Είχα πάει στην Ισπανία, κι όσο έλειπα το κλαμπ όπου δούλευα έκλεισε, είχε και κάτι διασυνδέσεις με τη Μαφία, κι έτσι όταν γύρισα στο Παρίσι χρειαζόμουν λεφτά. Κι έτυχε να συναντήσω έναν τύπο που έκανε τον παρουσιαστή στο κλαμπ – τον έλεγαν Τζέιμς Αρς – και τέσσερις μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Πώς θα σου φαινόταν να έκανες το σάουντρακ για μια ταινία του Ροζέ Βαντίμ;». ο Βαντίμ ήταν ήδη πολύ διάσημος παραγωγός και σκηνοθέτης, και φυσικά δέχτηκα αμέσως. Αυτό ήταν!
Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ. (Τραγουδιστά): Γειααα σααας!!!